Αυτό το άρθρο αποτελεί σύντομη περίληψη της βιογραφίας του Αρκοντή, του επιφανή “τρελού” της Λεμεσού που τρυγιρνούσε αμέριμνος και ξυπόλυτος μέσα στη πόλη, μέσα από το βιβλίο του Λεωνίδα Πιτσιλλίδη «Ο Αρκοντής» (2012).

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος και γεννήθηκε το 1913 στην περιοχή της Επισκοπή, επαρχία Λεμεσού της Κύπρους . Η μητέρα του Ελένη ήταν μία φτωχή εργάτρια που εργαζόταν στο κτήμα του πλούσιου γαιοκτήμονα Αχιλλέα, ο οποίος ήτανε παντρεμένος. Η γυναίκα του ήταν ανίκανη να κάνει παιδία και σύναψε παράνομη σχέση με την Ελένη, μία σχέση που έφερε στο κόσμο τον Γιώργο ή αλλιώς τον Αρκοντή, όπως τον φώναζε ο κόσμος της Λεμεσού. Παρατσούκλι που πρόεκυψε από το γεγονός ότι ήταν ο γιος του άρχοντα Αχιλλέα.

Ο πατέρας του ήτανε πολύ σκληρός άνθρωπος, δεν τον αναγνώρισε ποτέ ως γιό του και ποτέ δεν του προσέφερε οικονομική υποστήριξη ούτε στον ίδιο αλλα ούτε στην Ελένη. Η σύζυγος του ήτανε αυτή που είχε στο όνομα της την περιουσία που ο ίδιος διέυθυνε και προστάτευε με αποτέλεσμα να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρύψει το γεγονός ότι ο Γιώργος ήτανε γιος του. Πριν προλάβει καλά καλά να φανεί η κοιλιά της Ελένης την πάντρεψε με έναν αγαθό άντρα τον Γιάννη ώστε να καλύψει το γεγονός ότι ο Γιώργος είναι δικός του γιός, μα το χωριό ήτανε μικρό και οι περισσότεροι συνχωριανοί ποτέ δεν πιστέψαν ότι ο πραγματικός πατέρας του Γιώργου ήτανε ο Γιάννης. Δυστυχώς τα παλιά τα χρόνια ο κόσμος ήτανε οπισθοδρομικός και κουτσομπόλης. Τα παιδια κοροιδεύαν τον Γιώργο λόγω της δυσκολίας που έφερε εκ γενετής στην ομιλία του, είχε πρόβλημα άρθρωσης και το χειρότερο τον φώναζαν μπάσταρδο, εξαιτίας ότι ήτανε νόθο παιδί του Αχιλλέα. Ο Γιώργος δεν είχε ποτέ φιλούς ως παιδί.

Όταν πέθανε ο πατριός του, ο Γιάννης, ο Γιώργος ήτανε ακόμα έφηβος και άρχισε να προκαλεί προβλήματα στο κτήμα του βιολογικού του πατέρα. Νιώθωντας μίσος για αυτόν, έκλεβε προιόντα όπως αυγά και και τα χάριζε σε φτωχές οικογένιες του χωριού, μα ποτέ δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του. Επίσης διατυμπάνιζε στο χωριο ότι ήτανε γιος του Αχιλλέα. Αυτό συναίβαινε για μεγάλο χρονικό διάστημα όσπου ο Αχιλλέας δεν άργησε να το συνειδητοποιήσει και έγινε έξω φρενών. Τοτέ έδιωξε από το σπίτι εκείνον και τη μητέρα του καθώς μένανε σε κατάλυμα μέσα στο κτήμα του. Ο σκληρός αυτός άνθρωπος ποτέ δεν έδειξε δείγμα ανθρωπιάς ως προς το σπλάχνο του. 

Η Ελένη αποφάσισε να μετακομίσει με τον γιο της στο χωριό Κυβίδες, όπου ζούσε η μητέρα της, η οποία πρώτη φορά θα γνώριζε τον εγγονό της. Τα κουτσομπολία αρχίσαν να ταξιδέυουν και σε αυτό το χωριό ότι ο Γιώργος είναι εξώγαμο παιδί και οι συγχωριανοί δεν άργησαν να δείξουν την έχθρα τους προς τα πρόσωπα της Ελένης και του γιου της. Όταν πέθανε η γιαγιά μετακόμισαν μόνιμα στη Λεμεσό όπου και αποτέλεσε την τελευταία κατοικία του Γιώργου.  

Στην Λεμεσό ήτανε πλέον γνωστός με το παρατσούκλι Αρκοντής. Περπατούσε πάντα ξυπόλητος μέσα στους δρόμους γιατί έλεγε ότι τα παπούτσια ήτανε αχρίαστα για αυτόν και τα ρούχα του ήτανε πάντα κουρελιασμένα. Όσο ζούσε η μητέρα του την φρόντιζε με όλα τα μέσα που του επέτρεπε η ανατροφή του. Οι μανάβηδες στην Λαϊκή αγορά της Λεμεσού τον αναγνώριζαν και του έδιναν φρούτα, και ο κόσμος του έδινε φιλοδωρήματα. Τα παιδιά τον κοροίδευαν και αυτός τους απαντούσε «Δεν πειράζει να’στε καλά». Ότι μάζευε τα διαμοίραζε με τον φτωχό τον κόσμο της πόλης, ποτέ δεν αγόρασε υλικά αγαθά για τον ίδιο. Μία φορά επισκεύτηκε το δημαρχείο για να μιλήσει με τον τότε δήμαρχο της Λεμεσού. Κατατόπησε τον δήμαρχο στις φτωχογειτονιές της πόλης ώστε να βοηθήσει τους συμπολίτες του. Ο Αρκοντής στάθηκε η αφορμή να χτιστεί η Παιδική Στέγη Αγίου Νικολάου μέσα στον επόμενο χρόνο. Περνούσε απ’ έξω και καμάρωνε και ενώ κάποιοι γνώριζαν ότι αυτός ήταν η αφορμή για να χτιστεί το οίκημα, η υποκρισία και η αλαζονεία, τους έσπρωχναν στο να τον χιουχαίζουν.

Ο Αρκοντής ποτέ δεν ξέχασε τον πατέρα του και όταν αυτός πτώχευσε πήγαινε στα ξημερώματα έξω από το σπίτι του και του άφηνε χρήματα που μάζευε από τα φιλοδωρήματα του κόσμου. Ο παλιός άρχοντας της Λεμεσού, όταν άνοιξε το παράθυρο και αντίκρυσε ποιός είναι ο ευεργέτης του έμεινε άναυδος. Ήτανε ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενε να τον βοηθήσει. Λέγεται πως πέθανε με τις τύψεις να τον στοιχειώνουν.

Ο Αρκοντής πέθανε σε ηλικεία 58 ετών το 1971. Τον παρέσηρε όχημα καθώς προσπαθούσε να διασταυρώσει το δρόμο.  

Ένας άνθρωπος που περιφρονήθηκε όσο κανείς άλλος από την στενόμυαλη κοινωνία της Κύπρου του τότε και δεν κατοίχε ούτε τα βασικά σε υλικά αγαθά, βοηθούσε όσο μπορούσε τους συμπολίτες του. Αν μπόρεσε ο Αρκοντής, τότε μπορούμε και εμείς να κάνουμε το ίδιο και ακόμα περισσότερα! 

Πηγή:

”Ο Αρκοντής”, Πιτσιλλίδης Λεωνίδας (2012), Αυτοέκδοση