Περνούν τα χρόνια και ξαφνικά, εκεί που πιάνεις με κόκκινο τα σαράντα και κάτι, τρως μια φλασιά λες και ξυπνάς από λήθαργο. Βλέπεις την αφεντομουτσούνα σου στον καθρέφτη και παφ…σε πιάνει υστερία. Τρομάζεις τόσο απ’ αυτό που βλέπεις, που θες να τον πας για αποτυπώματα, για εξακρίβωση στοιχείων. «Δεν είναι δυνατόν», ακούς την ψυχή σου να βροντοφωνάζει, ενώ προσπαθείς να κουμπώσεις τα συναισθήματά σου μην τυχόν κι αυτομολήσουν και πάρουν τους δρόμους σαν δαιμονισμένα.
«Πώς στην ευχή κατάντησες έτσι; Πού πήγε το χαμογελαστό παιδί που ήξερες και που ήξεραν και οι άλλοι; Πώς επέτρεψες στα νιάτα σου να γεράσουν; Να ζαρώσουν την αισιοδοξία και την λαχτάρα που είχες για ζωή; Πώς τα κατάφερες έτσι καρδιά μου; Τι διάολο, μάγια σου κάνανε;»
Βουτάς τη χτένα απ’ το συρτάρι κι αρχίζεις να χαϊδεύεις νευρικά τα καστανά μακριά μαλλιά σου. Κάνεις μια παύση για αναπνοές και νιώθεις το στομάχι σου να σφίγγεται σαν άντερο γύρω απ’ τα σωθικά σου, ενώ με την παλάμη σου, κλείνεις βιαστικά το στόμα, σφραγίζοντας ερμητικά τις συστολές και τις αλήθειες σου, που μάταια προσπάθησες να θάψεις όλα αυτά τα χρόνια, μες του μυαλού σου το ντουβάρι, μην τυχόν και βγουν στην επιφάνεια, μην μαθευτούν πάρα έξω, μην πληγώσεις τους άλλους…Πάντα για τους άλλους, πάντα για εκείνη την καταραμένη σου αξιοπρέπεια που σου ροκανίζει το μεγαλείο της ψυχής σου, με την αμαρτωλή της επιβλητικότητα και τα ψυχολογικά της σκαμπανεβάσματα. Και γιατί δηλαδή να μην πληγώσεις τους γύρω σου; Γιατί να μην ζήσεις μια φορά στη ζωή σου, έτσι μωρέ, για πάρτη σου, να το χαρείς κι εσύ όπως οι άλλοι, αυτοί οι λαμογιοκεφτέδες που προστατεύεις σαν χαζοχαρούμενο δεκαπεντάχρονο…Αυτοί, που ξέρεις πολύ καλά πως θα σε πουλήσουν στο παζάρι για τριάντα και κάτι αργύρια, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς οίκτο, χωρίς κανένα δισταγμό…Εδώ ρε βλαμμένο, ολόκληρος Ιούδας πρόδωσε τον Χριστό μας, εσένα να λυπηθούνε; Ξέρεις πολύ καλά, πως το δικό τους συμφέρον, είναι καλύτερο κι ακριβότερο απ’ το δικό σου. Έχει μεγαλύτερη αξία και βάρος, ενώ για το δικό σου, απαξιούν.
Εξακολουθείς να χτενίζεσαι, να τραβάς τα μαλλιά σου νευριασμένη, νιώθεις το είναι σου να απεργεί να ουρλιάζει. Οι κραυγές της ψυχής σου, λύνουν επιτέλους τη σιωπή τους, χύνονται με ορμή στους δρόμους σαν δαιμονισμένες, διεκδικώντας τη χαμένη τους αθωότητα, που τόσο άγαρμπα ξόδεψες για τους άλλους. Οι τοίχοι γεμίζουν με κακογραμμένα συνθήματα, γράμματα αναποδογυρισμένα και ανορθογραφίες, χοροπηδούν σαν πίδακες απ’ το αίμα της ψυχής σου. Διαμαρτύρονται έντονα…Υποσυνείδητα καταλαβαίνεις πως έχουν δίκιο. Πόσο πολύ τα κακομεταχειρίστηκες αλήθεια! Κι όλα αυτά, για εκείνους που σε λαχταρούσαν μόνο όταν σε χρειάζονταν, όταν τους βόλευες, όταν σε χρησιμοποιούσαν, μόνο και μόνο για να κάνουν το κομμάτι τους, για να τους κάνεις τη χάρη.
Πετάς τη βούρτσα στα μούτρα του καθρέφτη που έχει θυμώσει. Ακούς τον ήχο απ’ τα κομμάτια του που σπάζουν, γίνονται ένα με τα δικά σου. Θρύψαλα τα συναισθήματά σου, βογκάνε, σπαράζουν με μανία. Δεν την αντέχεις ρε γαμώτο την αλήθεια σου, δεν έχεις τα κότσια να την ακούσεις. Ο φόβος σε κυριεύει, λες: «δεν με νοιάζει»…αλλά στο βάθος, ξέρεις πολύ καλά, πως και σε νοιάζει και σε τρομάζει.
«Ρε, θέλω να ζήσω…», φωνάζει ο λυγμός σου, «να μ’ αγαπήσω, να διεκδικήσω και να νικήσω.. κι ό,τι με πλήγωσε, να το αφήσω πίσω».