Όταν τα σαράντα γίνονται εμπόδιο αντί για εμπειρία

Ζούμε σε μια κοινωνία που διακηρύσσει την πρόοδο, την ισότητα και τις ίσες ευκαιρίες για όλους. Μια κοινωνία που θέλει να λέγεται ευρωπαϊκή, ανοιχτή, σύγχρονη. Κι όμως, παρά τις φανφάρες περί ισονομίας και αξιοκρατίας, υπάρχει ένας αόρατος, αλλά πανίσχυρος φραγμός που πολλοί βιώνουν: ο ηλικιακός ρατσισμός.

Στον επαγγελματικό χώρο, το φαινόμενο είναι πιο έντονο από ποτέ. Καθώς κάποιος πατά τα σαράντα, η αναζήτηση εργασίας μετατρέπεται σε έναν καθημερινό αγώνα με ολοένα και λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας. Οι αγγελίες γεμίζουν με φράσεις όπως «ζητείται νέος/νέα έως 35 ετών», οι εργοδότες αναζητούν «φρέσκες ιδέες», λες και η δημιουργικότητα είναι αποκλειστικό προνόμιο της νεότητας. Οι ευκαιρίες λιγοστεύουν, και όσοι βρίσκονται σε αυτή την ηλικία βιώνουν την αίσθηση της απόρριψης, λες και η εμπειρία τους δεν έχει καμία αξία.

Αυτή η πραγματικότητα δεν πλήττει μόνο τους εργαζομένους, αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι διαθέτουν πολύτιμες δεξιότητες, ωριμότητα, επαγγελματισμό, και μια βαθιά κατανόηση του χώρου στον οποίο κινούνται. Ωστόσο, αντί να αξιοποιούνται, συχνά απορρίπτονται χωρίς δεύτερη σκέψη. Το επιχείρημα ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν είναι εξοικειωμένοι με την τεχνολογία είναι ξεπερασμένο, αφού πολλοί αφιερώνουν χρόνο στη διαρκή επιμόρφωση και την προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις.

Ο ηλικιακός ρατσισμός δεν επηρεάζει μόνο την επαγγελματική ζωή, αλλά και την αυτοεκτίμηση, την ψυχολογία και την κοινωνική υπόσταση του ατόμου. Όταν η κοινωνία αντιμετωπίζει τα 40, τα 50 ή ακόμα και τα 60 ως ηλικίες «αποστράτευσης», δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο απογοήτευσης και οικονομικής ανασφάλειας. Και όμως, σε πολλές χώρες του εξωτερικού, η εμπειρία θεωρείται πλεονέκτημα. Σκανδιναβικές χώρες, για παράδειγμα, επενδύουν στην επανεκπαίδευση των μεγαλύτερων εργαζομένων, ενώ στη Γερμανία και τη Γαλλία οι εταιρείες εφαρμόζουν προγράμματα δια βίου απασχόλησης.

Η πραγματική πρόοδος μιας κοινωνίας δεν κρίνεται από τα συνθήματα, αλλά από τις πράξεις. Εάν θέλουμε να λεγόμαστε ευρωπαϊκή κοινωνία, πρέπει να σταματήσουμε να κλείνουμε την πόρτα σε όσους έχουν διανύσει περισσότερα χιλιόμετρα ζωής. Χρειάζονται πολιτικές που ενισχύουν την επαγγελματική ένταξη μεγαλύτερων ηλικιακά εργαζομένων, αλλαγές στη νομοθεσία που αποτρέπουν τις διακρίσεις, και – πάνω απ’ όλα – αλλαγή νοοτροπίας.

Γιατί η ηλικία δεν είναι εμπόδιο. Είναι δύναμη. Και μια κοινωνία που αγνοεί αυτή τη δύναμη, είναι καταδικασμένη να παραμένει στάσιμη, όσα ευρωπαϊκά πρότυπα κι αν επικαλείται.