Ο René Magritte (1898-1967) ήταν Βέλγος καλλιτέχνης, ένας από τους πιο εξέχοντες σουρεαλιστές ζωγράφους. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν από παράξενα σύμβολα συνδυασμένα με συνηθισμένα αντικείμενα, που συχνά βρίσκονταν σε ασυνήθιστες ή ανησυχητικές καταστάσεις.
Γεννήθηκε στην πόλη Lessines από πατέρα ράφτη και η μητέρα του πνίγηκε στον ποταμό Sambre στο Châtelet όταν ο Magritte ήταν περίπου 14 ετών. Στη συνέχεια, αυτός και τα δύο αδέρφια του ανατράφηκαν από τη γιαγιά τους. Εικάζεται ότι, όταν βρέθηκε η μητέρα του, το φόρεμά της κάλυπτε το πρόσωπό της, μια εικόνα που έχει προταθεί ως πηγή αρκετών από τους πίνακες του Magritte το 1927-1928 με ανθρώπους με ύφασμα που κρύβει τα πρόσωπά τους, συμπεριλαμβανομένου του «The Lovers».
Ως έφηβος γνώρισε τη Georgette Berger, η οποία έγινε η σύζυγός του σχεδόν 10 χρόνια αργότερα. Αφού σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών μεταξύ 1916–18, ο Magritte έγινε σχεδιαστής σε ένα εργοστάσιο ταπετσαρίας και στη συνέχεια έκανε σκίτσα για διαφημίσεις. Το 1922 είδε μια αναπαραγωγή του πίνακα «Τραγούδι της Αγάπης» (1914), του Ιταλού ζωγράφου, ιδρυτή της Μεταφυσικής Τέχνης, Giorgio de Chirico έργο το οποίο είχε μεγάλη επιρροή στην καλλιτεχνική προσέγγιση του Magritte. Για τα επόμενα χρόνια ανέπτυξε ένα μοναδικό στυλ που περιλάμβανε προσεκτικά αποδομένα καθημερινά αντικείμενα συχνά τοποθετημένα σε αινιγματικές αντιπαραθέσεις.
Το 1926 ο καλλιτέχνης υπέγραψε συμβόλαιο με μια γκαλερί τέχνης των Βρυξελλών, που του επέτρεψε να γίνει ζωγράφος πλήρους απασχόλησης. Την επόμενη χρονιά, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση, η οποία περιελάμβανε το έργο «The Lost Jockey» (1926), ένα κολάζ που θεώρησε ως το πρώτο του σουρεαλιστικό έργο. Η έκθεση, ωστόσο, δεν έτυχε καλής υποδοχής από τους κριτικούς τέχνης της εποχής.
Το 1927 με τη σύζυγό του μετακόμισε σε ένα προάστιο του Παρισιού, όπου εκεί έκανε γνωριμίες με αρκετούς από τους σουρεαλιστές του Παρισιού, συμπεριλαμβανομένων των ποιητών André Breton και Paul Éluard, και εξοικειώθηκε με τα κολάζ του Max Ernst. Ο Magritte άρχισε να ενσωματώνει κείμενο σε μερικά από τα έργα του και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ζωγράφισε ένα από τα πιο διάσημα έργα του, το «The Treachery of Images» (1929), στο οποίο μια λεπτομερής αναπαράσταση μίας πίπας καπνού συνδυάζεται με τη συνοπτική δήλωση: Ceci n’est pas une pipe (“Αυτό δεν είναι πίπα”).
Μετά από τρία χρόνια, ο Magritte και η σύζυγός του επέστρεψαν στις Βρυξέλλες, όπου δραστηριοποιήθηκε για άλλη μια φορά στο βελγικό σουρεαλιστικό κίνημα και όπου παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες στην Γκαλερί Julien Levy της Νέας Υόρκης το 1936 και στην Αγγλία στην London Gallery του Λονδίνου το 1938, αποκτώντας διεθνή δημοτικότητα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 ο καλλιτέχνης πειραματίστηκε με μια ποικιλία στυλ, ενίοτε ενσωματώνοντας στοιχεία του ιμπρεσιονισμού. Αυτή η περίοδος της καριέρας του ονομάζεται Renoir Period, ωστόσο οι πίνακες που παρήγαγε αυτή την περίοδο δεν ήταν επιτυχημένοι και τελικά εγκατέλειψε τον πειραματισμό, παραμένοντας στον Σουρεαλισμό. Ένας πίνακας της περιόδου Renoir είναι ο ακόλουθος:

Ως παιδί, ο Magritte ενθουσιαζόταν με τη θάλασσα και τους μεγάλους ουρανούς, που φιγουράρουν έντονα στους πίνακές του, όπως τους «Threating Weather» (1929) και το «The Castle of the Pyrenee» (1959). Δες τους αντίστοιχα πιο κάτω:
Άλλα διάσημα σουρεαλιστικά έργα του είναι το «Time Transfixed» (1938) και το «Golconda» (1953). Δες τα αντίστοιχα πιο κάτω:
Το πιο διάσημο έργο του είναι αναμφισβήτητα το «The Son of Man» (1956), το οποίο αποτελεί την αυτοπροσωπογραφία και είναι χαρακτηριστικό έργο του Σουρεαλισμού. Η ελαιογραφία αυτή εξερευνά την πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση. Το κρυμμένο πρόσωπο προκαλεί τα παραδοσιακά πορτρέτα, καλώντας τον θεατή να ερμηνεύσει το νόημα του έργου βάση της αντίληψης του.
Το 1929, όπως οι περισσότεροι Σουρεαλιστές, εντάχτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βελγίου και είχε ενταχθεί και αποχωρήσει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, λόγω διαφωνιών σχετικά με τις κομματικές αφίσες. Υπήρξε επίσης αγνωστικιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο René Magritte πέθανε από καρκίνο στο πάγκρεας στις 15 Αυγούστου 1967, σε ηλικία 68 ετών, και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Schaerbeek, Evere, Βρυξέλλες. Δύο μουσεία στις Βρυξέλλες είναι αφιερωμένα στον Magritte: το Μουσείο René Magritte, το οποίο βρίσκεται στο σπίτι όπου κατοικούσαν ο καλλιτέχνης και η σύζυγός του μεταξύ 1930 και 1954 και το Μουσείο Magritte, με περίπου 250 έργα του καλλιτέχνη, μέρος των Royal Museums of Fine Arts του Βελγίου.