Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
5
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
10
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
15
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
20
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
25
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιός άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;»
Το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων, περιγράφει με τέλειο τρόπο, αυτούς που στη λογοτεχνία ονομάζουμε «καταραμένους ποιητές».
Τυπικά παραδείγματα καταραμένων ποιητών, κάποια από τα οποία αναφέρονται και στο ποιήμα του Καρυωτάκη, υπήρξαν ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο Πωλ Βερλαίν, ο Μαλλαρμέ, ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε και ο Αρθούρος Ρεμπώ. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέχει και ο πρόδρομος του Υπερρεαλισμού, Λωτρεαμόν.
Στην Ελλάδα ο πιο αντιπροσωπευτικός ποιητής του κινήματος των Καταραμένων Ποιητών, δεν είναι άλλος από τον Κώστα Καρυωτάκη, του οποίου ο λυπητερός βίος, καθώς και η αυτοχειρία του, είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους.
Οι καταραμένοι ποιητές, όρος που προέρχεται από το (γαλλικό poètes maudits) είναι ποιητές που διάγουν τη ζωή τους έξω από τα κοινωνικά πλαίσια ή και ενάντια σε αυτά.
Η μοναξιά, η αντισυμβατικότητα, ο πόνος, η αφάνεια, η τρέλα, η αρρώστια, η άσωτη ή μποεμική ζωή έξω από τα κοινωνικά πρότυπα, όπως και ο πρόωρος θάνατος ή αυτοχειρία είναι βασικά στοιχεία της βιογραφίας ενός καταραμένου ποιητή.
Ο όρος ξεκίνησε από τη Γαλλία τον 18ο αιώνα, και παρόλο που δεν εντάχθηκε ποτέ επίσημα στη λογοτέχνια, ως ξεχωριστό ακαδημαϊκό είδος, εν τούτοις είναι πολύ δημοφιλής σε όλο τον κόσμο.
Πρώτος καταραμένος ποιητής, από τον 15ο κιόλας αιώνα, θα θεωρεί αργότερα ο Βιγιόν. Ο Φρανσουά Βιγιόν γεννήθηκε στο Παρίσι το 1431 και ήταν ένας λόγιος αλήτης με έντονη εγκληματική δραστηρίοτητα καθόλη τη ζωή του, μέχρι και την εξορία του, όπου χάνονται τα ίχνη του. Ακόλουθεί ένα από τα ποιήματά του, με τίτλο Η Διαθήκη: Επιτάφιον
Εδώ κείτεται, και κοιμάται βαθιά μες στο μνήμα
Αυτός που η Αγάπη την περιφρόνησή του έκαμε θύμα,
Ένας υπότροφος μικρός με τον έναν ή τον άλλον τρόπο
Φρανσουά Βιγιόν ήταν τ’ όνομά του, γραμμένο με κόπο.
Ποτέ δεν αποκόμισε μια μπουκιά από αραποσίτη,
Ισχυρογνώμων μ’ όλα τα μέσα, καθώς ο καθείς γνωρίζει,
Κρεβάτι, τραπέζι και καλάθι τα πάντα έχει λησμονήσει,
Γενναίοι, τώρα το τραγούδι του έχει ξεκινήσει.
Στην Ελλάδα, εκτός από τον Κώστα Καρυωτάκη, «Καταραμένοι» χαρακτηρίστηκαν και η Μαρία Πολυδούρη, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Γιώργος Μυλωνογιάννης και ο Ρώμος Φιλύρας. Όλοι τους έζησαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου…
Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
– τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;
Από το πιο πάνω απόσπασμα του ποιήματος Ερωτικό, του Λαπαθιώτη, παίρνουμε μία πολύ καλή ιδέα για τη θεματολογία αλλά και τα συναίθηματα στα οποία κινούνται οι Καταραμένοι Ποιητές. Πόνος, ανεκπληρώτοι έρωτες, σκοτάδι, θλίψη, ματαιότητα και τέλος θάνατος.
Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω ‘νειρευτεί…
Ο Ρώμος Φιλύρας, ο οποίος πέρασε τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του κλεισμένος σε Ψυχιατρείο, στο πιο πάνω ποίημα του, Δεν Ήτανε Να Γίνω, δείχνει μία πικρία, ματαιότητα και απογοήτευση που απορρέουν από την προσποιητή ευθυμία των πρόσκαιρων απολαύσεων, η οποία γίνεται αντιληπτή ως σπατάλη και στέρηση εσωτερική.
«Δώστε φτερά, για ν’ απλωθώ στα ύψη,
Κι ανοίχτε τα παράθυρα στο φως!’’
Ο Κρητικός Γ. Μυλωνογιάννης ο οποίος πέθανε στα 45 του χρόνια πιθανόν από καταχρήσεις, μας δίνει στο πιο πάνω απόσπασμα μία άλλη πλευρά των Καταραμένων Ποιητών, που είναι εξίσου αληθινή. Την επιθυμία για ελευθερία. Οι Καταραμένοι Ποιητές ήταν μαχητές της αλήθειας και της ελευθερίας. Δεν συμβιβάζονταν, δεν υπάκουαν, δεν γίνονταν ένα με τον όχλο που τους καταδίκαζε. Και πλήρωναν φυσικά το τίμημα της ανυπακοής τους προς μια συντηρητική κοινωνία που τους απομόνωνε.
Παρακμιακοί, περιθωριακοί, ελεύθεροι και αφανείς… Οι Καταραμένοι ποιητές σήμερα “δικαιώνονται” ίσως πιο πολύ από ποτέ, αφού τα ποιήματά τους μένουν ως επι τω πλείστον ξεχασμένα στα ράφια βιβλιοπωλείων… Κανείς ίσως δε θέλει να μιλάει πια για τόσο αρνητικά πράγματα. Ειδικά σε μια κοινωνία που μας αναγκάζει να κυνηγάμε συνεχώς το άπιαστο της ευτυχίας. Μα μέσα στον καθένα μας, ζει ένας «καταραμένος ποιητής» και κάτι έχει να μας πει.
Ίσως θέλει να μας πει… Ότι είναι εντάξει να μιλάς για τον θάνατο. Ότι είναι εντάξει να μην είσαι πάντα αποδεκτός και δεν χρειάζεται να είσαι αποδεκτός από κανέναν, ότι μπορείς να ζήσεις με τους δικούς σου κανόνες και τα δικά σου θέλω, ότι είναι οκ να είσαι λυπημένος κάποτε και να το παραδέχεσαι αντί να προσποιείσαι ότι όλα είναι καλά. Ότι είναι εντάξει να μην είσαι τέλειος σε ένα ψεύτικο κόσμο γεμάτο «τέλειους» ανθρώπους. Ότι η αλήθεια σε απελευθερώνει και ας έχει ένα βαρύ τίμημα.