Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (Μιχαήλ Σεργκέγεβιτς Γκορμπατσόφ) γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1931 στο Πριβόλνογιε, ένα μικρό χωριό στην περιοχή Σταυρούπολης της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, χαρίζοντάς του το 1990 το Νόμπελ Ειρήνης, και στις μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν τελικά στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Γκορμπατσόφ σπούδασε νομικά στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, όπου και γνώρισε τη σύζυγό του, Ραΐσα Τιταρένκο. Μετά την αποφοίτησή του το 1955, επέστρεψε στη Σταυρούπολη και αναμείχθηκε ενεργότερα στο τοπικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1961 αναδείχθηκε ως εξέχων μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος στην περιφέρεια της Σταυρούπολης, αναλαμβάνοντας διάφορους σημαντικούς ρόλους. Το 1970 έγινε γραμματέας του ΚΚΣΕ στην περιφέρεια της Σταυρούπολης, δείχνοντας ιδιαίτερες ικανότητες και δραστηριότητα στη γεωργία και τη διοίκηση.

Το 1978 πηγαίνει στη Μόσχα και γίνεται Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, αρμόδιος για τη γεωργία, ενώ το 1980 εισέρχεται στο Πολιτικό Γραφείο (Πολίτμπιρο), το ανώτατο όργανο λήψης αποφάσεων της Σοβιετικής Ένωσης.

Το 1985, μετά τον θάνατο του πρώην Γενικού Γραμματέα Κονσταντίν Τσερνιένκο, εκλέγεται Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ και ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του, και κυρίως μετά το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ, εφάρμοσε την Περεστρόικα (σε ελεύθερη μετάφραση μεταρρύθμιση) και την Γκλάσνοστ (σε ελεύθερη μετάφραση διαφάνεια), προσπαθώντας να αναδιαρθρώσει και να φιλελευθεροποιήσει μερικώς τη σοβιετική οικονομία και να πετύχει αύξηση της παραγωγικότητας. Ταυτόχρονα το 1986 απέσυρε τις σοβιετικές δυνάμεις από τον Σοβιετικοαφγανικό πόλεμο και άρχισε τις συνόδους κορυφής με τον Ρήγκαν για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων. με την γκλάσνοστ εισήγαγε μεγαλύτερη ελευθερία λόγου, χαλάρωση της λογοκρισίας και επέτρεψε τη δημόσια συζήτηση για τα προβλήματα της χώρας, πράγμα πρωτοπόρο και πρωτοφανές για τα δεδομένα τότε της Σοβιετικής Ένωσης.

Το 1987 υπέγραψε την Συνθήκη INF με τον Αμερικανό Πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη μείωση των πυρηνικών όπλων και στον τερματισμό της κούρσας των πυρηνικών εξοπλισμών. Παράλληλα καλλιέργησε καλές σχέσεις με δυτικούς ηγέτες, και κυρίως με τον Ρόναλντ Ρήγκαν, Πρόεδρο των ΗΠΑ, και τη Μάργκαρετ Θάτσερ, Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας.

Όταν το 1989 άρχισε η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, ο Γκορμπατσόφ δεν επενέβη να την σταματήσει, ενώ ταυτόχρονα δεν προσπάθησε να σταματήσει ούτε την ενοποίηση της Γερμανίας. Ωστόσο, παρά τις πρωτοποριακές του μεταρρυθμίσεις, η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Έτσι, το 1991, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος από σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές, η εξουσία του Γκορμπατσόφ αποδυναμώθηκε. Και τελικά τον Δεκέμβριο του 1991 το Ανώτατο Σοβιέτ κήρυξε επίσημα τη διάλυση της  Σοβιετικής Ένωσης και ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε από τη θέση του.

Μετά την παραίτησή του, ο Γκορμπατσόφ παρέμεινε ενεργός στη διεθνή πολιτική σκηνή, προωθώντας τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη, ενώ κράτησε κριτική στάση απέναντι στους νέους ηγέτες της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν και Βλαντιμίρ Πούτιν.  Για περισσότερο από μια δεκαετία έγραψε δεκάδες  βιβλία και έδωσε διαλέξεις σε όλον τον κόσμο, ενώ καθιερώθηκε ως διεθνής προσωπικότητα. Το 1990 η Σουηδική Ακαδημία, αναγνωρίζοντας τις προσπάθειές του για τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, τον βράβευσε με το Νόμπελ Ειρήνης.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ απεβίωσε στις 30 Αυγούστου 2022, αφήνοντας πίσω του μια σύνθετη κληρονομιά ως ηγέτης που άλλαξε την πορεία της ιστορίας του κόσμου. Όμως παρά το ότι αγαπήθηκε κι εκτιμήθηκε πολύ στη Δύση, πολλοί Ρώσοι τον κατηγόρησαν για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τα επακόλουθα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα.