Με αφορφή τη Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων που γιορτάζεται κάθε χρόνο την 1η Οκτωβρίου, διαβάστε πάρακάτω μία σύντομη ιστορία που αφορά την εγκατάλειψη των ηλικιωμένων στα γηροκομεία. Γνωστή και ως Παγκόσμια Ημέρα για την Τρίτη Ηλικία, υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1990.

 


Ο Μάρκος και ο Βασίλης ήταν παιδικοί φίλοι. Έπαιζαν μπάλα στην γειτονιά του χωριού όπου γεννηθήκαν, την εποχή όπου η τεχνολογία δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη και τα παιδιά ακόμα χαίρονταν την φύση. Έπαιζαν με βόλους και έτρεχαν αμέριμνα στα πέτρινα δρομάκια του χωριού δίχως τον φόβο να τους χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο.

Οι συγκυρίες της ζωής ήταν τέτοιες ώστε να καταλήξουν μαζί στο ίδιο γηροκομείο. Χήροι και οι δύο με παιδιά ενήλικες με πολλές υποχρεώσεις. Ο Μάρκος περπατούσε με τη βοήθεια του μπαστουνιού του, ενώ ο Βασίλης ήταν πλέον ανήμπορος να σηκωθεί από το αναπηρικό καροτσάκι που καθόταν εδώ και λίγα χρόνια. Η άτιμη οστεοπόρωση τον λύγησε σωματικά.

Πριν μπουν στο γηροκομείο ο Μάρκος επιβιβαζόταν κάθε μέρα στο λεωφορείο και επισκεπτόταν τακτικά τον φίλο του. Μα μόλις ο Βασίλης του ανακοίνωσε ότι θα μετακομίσει στο γεροκομείο λόγω τον κινητικών προβλημάτων του, αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Ο Βασίλης, ήταν ο μόνος άνθρωπος που καταλάβαινε τον Μάρκο και το αντίστροφο. Τα παιδιά και των δύο ήταν πολύ απασχολημένα για να τους δίνουν την απαραίτητη προσοχή.

Οι νοσοκόμες στο γηροκομείο ήταν ευγενέστατες και πολύ βοηθητικές. Δεν τους έλειπε τίποτε από εκεί, παρά μόνο η παρέα των παιδιών τους, που με το ζόρι τους επισκέπτονταν μια φορά τη βδομάδα.

Ο Μάρκος και ο Βασίλης βρισκόντουσαν στον κήπο του γηροκομείου και αναπολούσαν τα παλιά, τότε που ήταν νέοι και η ζωή τους είχε περισσότερο νόημα.

-Πεθύμησα τη θάλασσα! Πήγαινα συχνά με τη γυναίκα μου. Τι λες να πάμε; Ρώτησε ο Μάρκος τον Βασίλη με ενθουσιασμό.

-Τρελάθηκες; Πώς να πάμε στη παραλία; Του απάντησε σαστισμένος ο Βασίλης.

-Να καλέσουμε ένα ταξί να μας πάρει. Είπε με περισσότερο ενθουσιασμό ο Μάρκος.

-Τι λες μωρέ, εγώ με αυτό το σιδερικό θα βουλιάξω μες στην άμμο. Του απάντησε θυμωμένα ο Βασίλης, κρατώντας τα χερούλια του τροχοκαθίσματος.

-Έχεις δίκαιο. Και εγώ με το μπαστούνι θα στραμπουλήξω το πόδι μου. Γεράσαμε!

Ο Μάρκος μπορεί να έκανε όνειρα άλλα γνώριζε πως πλέον το κορμί του δεν ακολουθούσε το νεανικό του πνεύμα. 

-Τώρα το κατάλαβες; Πού καιρός που χόρευα σαν αετός! Όπου πανηγύρι και χαρά ήμουν ο πρώτος που ανέβαινε στη πίστα! Είπε με νοσταλγία ο Βασίλης. 

-Και τώρα μπορούμε να διασκεδάζουμε! Του είπε αποφασιστικά ο Μάρκος.

Μπήκε μέσα στο οίκημα και επέστρεψε μετά από λίγα λεπτά κρατώντας ένα κασετόφωνο στο χέρι του. Στάθηκε μπροστά από τον φίλο του και πάτησε το κουμπί ώστε να ξεκινήσει η μουσική. Ο ήχος στο διαπασών, ακούγονταν τραγούδια της εποχής τους. Ο Μάρκος τοποθέτησε το κασετόφωνο χάμω στο γρασίδι και άρχισε να χορεύει. Ο Βασίλης τραγουδούσε και χειροκροτούσε στον ρυθμό του τραγουδιού. Οι υπόλοιποι ένοικοι του γηροκομείου εντάχθηκαν στην παρέα τους με ενθουσιασμό. Έτσι κάτι που ξεκίνησε σαν πλάκα μετατράπηκε σε πάρτι.

Ο Μάρκος από τον πολύ χορό κουράστηκε. Ένιωσε αδιαθεσία και πήγε στο δωμάτιο του να κοιμηθεί. Ο Μάρκος δεν ξύπνησε ποτέ.

Δυστυχώς, ο Βασίλης αποχαιρέτησε τον πολυαγαπημένο του φίλο για πάντα. Η καρδιά του τον πρόδωσε και έκλεισε τα μάτια του πριν προλάβει να αποχαιρετήσει τα παιδιά του.

-Τουλάχιστον έφυγες διασκεδάζοντας φίλε μου. Μουρμούρισε ο Βασίλης καθώς τον θρηνούσε.

Ο Βασίλης δεν άντεχε τη μοναξιά που αισθανόταν στο γηροκομείο και σε λιγότερο από έναν μήνα πέθανε και αυτός.

Ούτε τα παιδιά του Βασίλη πρόλαβαν να τον αποχαιρετήσουν.  

 


Οι γονείς σας έχουν ανάγκη στα γεράματα τους. 

Όπως εσείς τους είχατε ανάγκη στα παιδικά σας χρόνια.

Μην τους εγκαταλείπετε!