Γνωρίσαμε τον Γιάννη Μελέσιο βασικά σαν πεζογράφο. Το έργο του έγινε καλά γνωστό στο αναγνωστικό κοινό με τα μυθιστορήματά του : Κάπα, Ο γιος της καταιγίδας, Ταμάρα και η συλλογή διηγημάτων του Το αραξοβόλι των Αναμνήσεων.
Ωστόσο, τίποτα για το ποιητικό του έργο και την αγάπη του για την ποίηση δεν βγήκε προς τα έξω παρόλο που, παλαιότερα, κάποια σύντομα ποιήματά του γραμμένα στη σύγχρονη πανελλήνια δημοτική, είδαν το φως της δημοσιότητας στον καθημερινό τύπο. Φρόντισε όμως να μας στείλει το μήνυμα της ενασχόλησής του με την ποίηση, πολύ πιο πριν και σε ανύποπτο χρόνο, όταν στη συλλογή των βιωματικών του διηγημάτων με τον γενικό τίτλο: «το αραξοβόλι των αναμνήσεων», δημοσίευσε στο οπισθόφυλλο ένα σχετικό με το περιεχόμενο του βιβλίου του απόσπασμα, από ένα ολοκληρωμένο ποίημα, με τίτλο «Μεμόριας», που ίσως και να πέρασε απαρατήρητο επειδή ήταν γραμμένο στην ισπανική γλώσσα.
Σήμερα, θα σας παρουσιάσω τον ποιητή Γιάννη Μελέσιο, γιατί υπάρχει και τέτοιος. Το έργο αυτό που αποτελείται από 171 σελίδες και είναι το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό του ποίημα, που έρχεται στο φως της δημοσιότητας.
Ο Γιάννης Μελέσιος συνηθίζει στα πεζογραφήματά του να βουτά την πέννα του στο πλούτο των βιωμάτων του καθημερινού ανθρώπου, στα προβλήματά του, στον καημό και στον πόνο του, στον καθημερινό του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Δεν πιστεύει στο δόγμα, «η τέχνη για την τέχνη», παρά μόνο στη δική του θεώρηση που είναι «η τέχνη για τον άνθρωπο», για τον αγωνιζόμενο άνθρωπο που σαν άλλος Σίσυφος, η μοίρα τον θέλει να κουβαλά με κόπο τον βράχο του, στην καθημερινή ανηφόρα. Αυτός είναι κι ο λόγος που επιλέγει ζωντανές ιστορίες, όπου μέσα απ’ το κουκούλι τους, τανιέται να πεταχτεί στο φως γυμνή η αλήθεια, ωμή και φωνασκούσα, μια αλήθεια, που ταρακουνά συνειδήσεις, που πονά αλλά και που αφήνει πάντα μια χαραμάδα ελπίδας. Ο Γιάννης, με όπλο την πέννα του, έχει ενταχθεί στη μάχιμη λογοτεχνία γιατί τολμά. Παλιά, ίσως να δικαζόταν και να καταδικαζόταν, γιατί δεν διστάζει να «στέλνει στον ουρανό τους λύκους», που καταδυναστεύουν. Όπως έκανε και ο Λουντέμης στο ποίημά του «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό». Γιατί έτσι αντιμετώπισαν τον Λουντέμη στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία. Τον δίκασαν!
Ήρθε όμως η απάντησή του στο δικαστήριο καταπέλτης. «Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ μ’ αυτούς έζησα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις λύπες μου.» Για να έρθει στο δικαστήριο και να καταθέσει μετά σαν μάρτυρας υπεράσπισης ο μεγάλος Βάρναλης. «Κοιτάξτε», τους λέει, « μην τύχει και τον αθωώσετε λόγω… «αμφιβολιών.» Αν οι νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές, καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!»
Θυμηθείτε το «ΚΑΠΑ», όπου στέλνει τον γιατρό στα θυμαράκια, αφού τον έχει πρώτα θάψει κυριολεκτικά ζωντανό, τον έχει ευτελίσει στη συνείδηση του αναγνώστη. Το ίδιο επαναλαμβάνει τώρα και στην ποίηση. Με αφορμή μια βιωματική, απ’ τις πολλές ιστορίες του μακαριστού πατέρα του, που, ηρείσθω εν παρόδω, αναπαύεται τώρα εν ειρήνη, συγγράφει μια πολύ πονεμένη ιστορία, της οποίας τα ακούσματα, είχαν σημαδέψει από την κούνια ακόμα την παιδική τρυφερή του καρδιά.
Η ιστορία αναφέρεται στην παιδική ηλικία του πατέρα του, όταν σε ηλικία έξι μόλις χρόνων, η φτώχια και η εξαθλίωση τον μπαρκάρουν, μαζί μ’ ένα σωρό άλλα παιδιά της φτώχειας και της ανέχειας, στο καράβι με τα μαύρα πανιά για το ταξίδι στον ψυχοφάγο Μινώταυρο της εκμετάλλευσης. Μπαίνει, με λίγα λόγια, βάναυσα σε χρόνους εργατικού μεσαίωνα, στη δούλεψη κάποιου μεγαλοκτηματία – μεγαλοβοσκού «μισταρκός», στο γειτονικό χωριό. Για ένα κομμάτι ψωμί, που ποτέ δεν χόρτασε, για ένα ζευγάρι παπούτσια που ποτέ δεν είδε και για δυο λίρες τον χρόνο, που δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια του.*(απόσπασμα σελ.43. Έζησα, γιε μου ο φτωχός…δκυο γρόνους σγιαν τα σύκα).
Φυσικά σήμερα, κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους, ή, καλύτερα δεν θέλει να το συλλάβει αφού ενοχλεί εμάς όλους, που δεν τολμούμε να κοιτάξουμε την αλήθεια στα μάτια. Κι όμως, τέτοια και χειρότερα εξακολουθούν να συμβαίνουν σε αρκετές χώρες ακόμα του κόσμου με την κατάπτυστη παιδική εργασία κάτω από τη μύτη της πολιτισμένης ανθρωπότητας με την ανέχεια και τον ζαμανφουτισμό της σύγχρονης κοινωνίας των εθνών.
Αλλά και σ’ εμάς μήπως δεν επικρατούν συνθήκες μεσαίωνα στις εργασιακές σχέσεις με τους εξευτελιστικούς μισθούς και τα επιδόματα πείνας, με τα οποία οι εκάστοτε κυβερνώντες αποκοιμίζουν και ευνουχίζουν κάθε διάθεση για αγώνα; Αυτό ακριβώς επιχειρεί να αναδαυλίσει με τον στίχο του ο Γιάννης Μελέσιος, στη προσπάθειά του να προβληματίσει, να αφυπνίσει συνειδήσεις. Απ’ αυτή την άποψη η ιστορία του διατηρεί την επικαιρότητα και τη φρεσκάδα της, αν και από τότε κύλησε, όπως λέμε, αρκετό νερό στο αυλάκι.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δηλαδή επειδή πέρασαν αρκετά χρόνια, της ιστορίας αυτής καθ’ εαυτής, προηγείται ένα εισαγωγικό, πολύ ζουμερό κομμάτι, το οποίο είναι απαραίτητο για να μας εισάξει στην περιρέουσα ατμόσφαιρα, στο χρώμα και στο άρωμα εκείνης της εποχής. Στον χαρακτήρα και στο ήθος των ανθρώπων της υπαίθρου, στη σκιαγράφηση της καθημερινότητάς τους. Ποιοι ήταν τελικά οι άνθρωποι εκείνοι που καθόριζαν την κοινωνική συνείδηση της εποχής, ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι που έγραψαν αυτή την ιστορία; Είναι σημαντικό να σας αναφέρω, πώς το κομμάτι αυτό από μόνο του, θα μπορούσε να σταθεί σαν ένα αυτοτελές κομμάτι. Τόσο όμως, η σκοπιμότητά που υπηρετεί, όσο και η αισθητική του, έρχονται και να δέσουν τόσο άψογα που το καθιστούν αναπόσπαστο μέρος του.
Δεν προτίθεμαι να αναλωθώ στην εξιστόρηση της ιστορίας και πολύ περισσότερο να αποκαλύψω το τέλος της γιατί απλά δεν θέλω να σας στερήσω την μαγεία της ανάγνωσης όσων από σας προτίθεστε να το διαβάσετε. Θα αρκεστώ να πω, ότι ο ιστός της, περιστρέφεται γύρω από αυτό το θέμα και πως το τέλος της θα προκαλέσει μεγάλη συγκίνηση. Οι περισσότεροι πιθανόν και να κλάψουν. Φυσικά τούτο δεν είναι αυτοσκοπός. Στόχος του έργου είναι να προβληματίσει, να βάλει μπροστά τις συνειδήσεις. Αυτές που όταν ξυπνήσουν απ’ την αδράνεια, μετατρέπονται σε τεράστια υλική δύναμη, ικανή να στρέψει στη σωστή κατεύθυνση τους ανεμοδείχτες της ιστορίας.
Θα ασχοληθώ όμως στα πλαίσια του λίγου χρόνου που έχω στη διάθεσή μου, με τα χαρακτηριστικά της γραφής του με όλα εκείνα που κάνουν τον στίχο του αξιόλογο και ώριμο.
Ο Γιάννης Μελέσιος, σαν ποιητής, κινείται πέραν από τα όρια του δημώδους ποιητάρικου είδους και αποτελεί έκφραση μιας αυστηρά προσωπικής ποίησης, όπως και οι πιο καταξιωμένοι ποιητές του νησιού μας, σύγχρονοι και μη. Ο Γιάννης, σεβόμενος τον εαυτό του αλλά και την καθαρότητα της τοπικής μας ντοπιολαλιάς, φρόντισε προτού γράψει να γίνει κοινωνός και άριστος γνώστης της. Συνειδητοποίησε απ’ την αρχή, πως η αποτύπωση του ποιήματος αποτελεί από μόνη της, χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου που λειτουργούν τα γλωσσικά φαινόμενα.
Η συνεχής μελέτη της κυπριακής γλώσσας, με τα αρκαδικά γονίδια, από τα παιδικά του χρόνια, αλλά και τα ακούσματα από την παιδική του ηλικία, όταν μετέβαινε κατά καιρούς ή περνούσε τις διακοπές του στο χωριό, αποτέλεσε τη γερή βάση, τις κολώνες αν θέλετε, πάνω στις οποίες στήριξε το οικοδόμημα της σημερινής του δουλειάς. Και ήταν μια εποχή η οποία διατηρούσε την κυπριακή διάλεκτο ακόμα ζωντανή. Αυτό εξηγεί και το πλούσιο λεξιλόγιό του και η χρήση άγνωστων, ή, ξεχασμένων καλύτερα σήμερα λέξεων, τις οποίες με σεβασμό και ευλάβεια ανασύρει απ’ τη μνήμη του για να τις περάσει στον αναγνώστη, διατηρώντας τις έτσι ζωντανές. Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα αυτό έχουμε προς τούτο φροντίσει να τις σταχυολογήσουμε και να τες εντάξουμε σ’ ένα γλωσσάριο που θα το βρείτε στην τελευταία σελίδα.
Οι λέξεις αυτές, με το έντονο λαογραφικό χρώμα, οι σμιλεμένες στη μακρόχρονη ιστορική διαδρομή του λαού μας, ενός λαού που τον χαρακτηρίζει η γλωσσοπλαστική ικανότητα, γίνονται οι ψηφίδες που συνθέτουν ένα αψεγάδιαστο και ολοκληρωμένο τοπίο της ιδιωματικής μας γλώσσας. Αυτή είναι και η πιο πολύτιμη ίσως συνεισφορά του, στη συντήρηση και διατήρηση της γλώσσας μας και των εθνικών μας καταβολών.
Οι διάλογοι του ζωντανοί, διατηρούν έντονα το χρώμα της εποχής όσο και οι ήρωές του. Αποπνέουν την απλοϊκότητα του ανθρώπου της υπαίθρου με τον ειλικρινή, καθαρό, σταράτο αλλά και φλύαρο, μερικές φορές, λόγο του. Καταφέρνουν με μεγάλη επιτυχία, να μας ταξιδέψουν στην εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία, να περιδιαβούμε σε στενοσόκακα, να μας μπάσουν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, στις διάφορες πτυχές της ζωής τους, της επαγγελματικής τους ενασχόλησης. Να καταδείξουν με απόλυτα παραστατικό τρόπο την αγωνία, την αέναη προσπάθεια για επιβίωση, να δώσουν λύσεις στα καθημερινά βασανιστικά προβλήματα, που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν την πέτρα ψωμί για να επιβιώσουν. Ακούστε τον πόνο της μάνας, που ακόμα και κάτω από το βάρος της ανάγκης, διαπραγματεύεται τους όρους της εργοδότησης του παιδιού της. Φυσικά, η καρδιά της δεν ξεγελιέται. Γνωρίζει τι περιμένει το παιδί της. Είναι υποχρεωμένη όμως να διαλέξει μεταξύ δύο κακών. Παραμερίζει αμέσως το συναίσθημα και ζυγίσει τα πράγματα με ψυχρή λογική που της υποδεικνύει πως προέχει η φυσική επιβίωση του παιδιού της. Η δύναμη της λογικής λυγίζει την καρδιά της και αποφασίζει να διαλέξει το μικρότερο κακό*.(σελ. 54-57.Η Μάνα μου εσκέφτετουν…. Να γλέπω πκιον κουέλλες.)
Το αφηγηματικό ποίημα του Γιάννη, μας φέρνει για λίγο να ζήσουμε από κοντά στα φτωχικά, αλλά τόσο γραφικά και ζεστά σπιτάκια, τα χτισμένα με το αίμα της ψυχής τους, όσο για να έχουν ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους. Σπιτάκια, που ξεχείλιζαν ωστόσο από αγάπη, αυταπάρνηση και αλληλοσεβασμό με προεξέχοντα πρόσωπα τους γονείς. Η έννοια του σπιτιού εκείνη την εποχή, δεν περιοριζόταν στα οικοδομικά υλικά, στο μέγεθος και στην έκταση. Ήταν κάτι πιο πλατύ και προπάντων ιερό και καθαγιασμένο, χωρούσε ένα σωρό έννοιες, αρχές, ιδανικά και σύμβολα, χωρούσε με λίγα λόγια το απέραντο καρδιοχτύπι της ύπαρξης. Ακούστε ένα απόσπασμα όπου μέσα σε μερικούς μόνο στίχους καταφέρνει να δώσει όλες αυτές τις έννοιες. Λιτά και όμορφα. Αφουγκραστείτε τες. *(σελ 136) Από το έμπα του χωρκού…).
Αλλά μήπως το ίδιο δεν κάνει και η μουσικότητα, η αφηγηματικότητα του έργου; Ως προσωπικός ποιητής, με τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ιδιομορφίες, όχι μόνο δεν προσπερνά αδιάφορα, αλλά και αναδεικνύει την κυπριακή, ιδιωματική μας γλώσσα με όλο της τον πλούτο.
Πάνω απ’ όλα όμως το έργο είναι ηθοπλαστικό, ηθοδιδακτικό αλλά και νουθετικό. Βρίθει ολόκληρο από τις αθάνατες διαχρονικές αξίες, προίκα και παρακαταθήκη των γονιών στα παιδιά τους, ένα βαρύ κληροδότημα. Μ’ αυτές γαλουχούνταν και ανδρώνονταν οι κοντινοί πρόγονοί μας. Κι αν έχουμε να περηφανευόμαστε για κάτι σαν λαός, είναι αυτή η κωδικοποίηση της λαϊκής ηθικής που κληρονομήσαμε εμείς, οι σημερινές γενιές, και που οφείλουμε να διαφυλάξουμε σαν γκόλφι στις καρδιές μας. * Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα θα διαβάσετε στη (σελ.151) Την καλοσύνην, την τιμήν ππούσουλαν πάντα…η μαύρη μου η κατάρα!».
Και μετά αναβρύζει όλη η μητρική στοργή, η έγνοια και η φροντίδα. (Στη συνέχεια αμέσως μετά) «Άνου τωρά να πας να φας… ευτζιές μου».
Το βάπτισμα στα νάματα της ηθικής και η καλλιέργεια του ανθρώπου με συμβουλές και νουθεσίες, σαν κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή τους, ήταν πολύ ψηλά τοποθετημένο στην πυραμίδα των προτεραιοτήτων τους και ξεκινούσε από μικρή ηλικία. Απώτερος σκοπός η δημιουργία ανθρώπων κατά το πρότυπο της ελληνικής μας καταγωγής και κουλτούρας. Δηλαδή ανθρώπων «καλών κι αγαθών». Και αν επιβιώσαμε σ’ αυτό τον τόπο μακριά απ’ τον κορμό του ελληνισμού, είναι γιατί μείναμε πιστοί σ’ αυτές τις παρακαταθήκες* (Σελ.42. Μα γιω μωρά μου… παρά να πας να κλέφτης).
Πριν κλείσω θα ήθελα να πω δυο λόγια για τις παροιμίες και τα αποφθέγματα που θα συναντήσετε διαβάζοντας το βιβλίο και που είναι απότοκο των γνώσεων που συγκέντρωσε στην καθημερινή του ζωή ο απλός άνθρωπος του μόχθου, εντάσσοντάς το στο θησαυροφυλάκιο της λαϊκής μας σοφίας και κουλτούρας. Άλλωστε από αυτό το θησαυροφυλάκιο έκανε τις απαραίτητες αναλήψεις σε ισχνές και άγονες εποχές για να κρατηθεί στη ζωή. *(σελ. 138. «Πού πάεις έτσι Θεορή…τζιαι ταμπουτσιάν κριθάριν».
Το να μιλάς για το έργο του Γιάννη Μελέσιου, να μπαίνεις στον πλούσιο κόσμο των συναισθημάτων του, να εξερευνάς την πλατιά του σκέψη αλλά και την στιβαρή του γραφή με τα πλούσια εκφραστικά μέσα που διαθέτει είναι χαρά και ευχαρίστηση. H παρήχηση για παράδειγμα που χρησιμοποιεί, είναι ένα από τα πολλά στολίδια του στίχου του. (π.χ. ο χάρος πο’ν έσιει χαράν ή που τα παλιά σγιαν τα πουλιά) κι ένα σωρό άλλες. Τηρεί αυστηρά και με επιτυχία το μέτρο ενώ μετατρέπει τον στίχο του από δεκαπεντασύλλαβο, σε δεκασύλλαβο, οκτασύλλαβο ακόμα και σε πεντασύλλαβο, ανάλογα με το ύφος και το συναίσθημα που θέλει να προσδώσει τη δεδομένη στιγμή. Π.χ. δυναμισμό, λυρισμό, αισιοδοξία, απαισιοδοξία κτλ. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει όπως είπα ακόμα και το δύσκολο πεντασύλλαβο, όπως για παράδειγμα στο απόσπασμα που ακολουθεί. (σελ. 45…(τζια μες τα’ αλόνιν…που τες καρκιές τους). Από την άλλη, δεν υπάρχουν καθόλου χασμωδίες ή άλλα στιχουργικά ελαττώματα, που να βαραίνουν την ακουστική αισθητική του έργου.
Πιστεύω πως αυτά που έχω αναφέρει, δίνουν τις βασικές πτυχές του έργου του Γιάννη Μελέσιου. Παραδίδω το έργο του στο αναγνωστικό κοινό που θα αποτελέσει και το βασικό κριτή της αξίας του. Είμαι σίγουρη πως ακόμα μια φορά η πέννα του θα γοητεύσει και ο αναγνώστης θα το αγκαλιάσει με την ίδια αγάπη και θέρμη που αγκάλιασε και τα προηγούμενα έργα του.
Σαν εκδοτικός οίκος «Αναζητήσεις» δώσαμε τόσο εγώ, όσο και οι συνεργάτες μου όλες μας τες δυνάμεις για να δώσουμε στο κοινό μια καθόλα άρτια έκδοση όπως αρμόζει σε ένα αξιόλογο βιβλίο και νομίζω πως τα καταφέραμε πολύ καλά. Το αποτέλεσμα μας κάνει περήφανους.
Μαρία Στυλιανού
Εκδότρια – Συγγραφέας