Ο Νίκος Καββαδίας (1910-75) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και ναυτικός και είναι ένα σύμβολο στο Αργοστόλι, της Κεφαλονιάς.
Τόπος γέννησης Ρωσία το έτος 1910 ενώ οι γονείς του ήταν από την Κεφαλονιά. Ο Χαρίλαος Καββαδίας και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς, ήταν ορόσημο στην ζωή του. Κατά την διάρκεια του Α Παγκόσμιου πολέμου 1914 επιστρέφουν στην πατρογονική εστία και ο πατέρας του επιστρέφει στη Ρωσία. Επόμενη στάση ο Πειραιάς.
Από μικρός εκδηλώνει την φιλαναγνωσία του. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο “Σχολικός Σάτυρος”, γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα “Σημαία” με τίτλο “Ο Θάνατος της Παιδούλας”. Κατά τον Δ. Νικορέτζο (στο έργο του “Νίκος Καββαδίας, ο τελευταίος αμαρτωλός”), πρώτο του ποίημα ήταν άλλο (“Ο Πόθος”) στο περιοδικό της “Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας’’.
Περνά Ιατρική αλλά η μοίρα του ήταν να νιώσει την απώλεια του πατέρα του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά, όπως “Ο Διανοούμενος”. Το έτος 1931 το περιοδικό “Ναυτική Ελλάς” δημοσιεύει το έργο του Ν. Καββαδία, “Τραγούδια”. Την επόμενη χρονιά ο ποιητής ξεκινά να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα “Πειραϊκόν Βήμα”, μαζί με το μυθιστόρημά του (σε συνέχειες) “Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο”, όμως η εφημερίδα διακόπτει την έκδοσή της και το πόνημά του μένει ημιτελές.
Επόμενος σταθμός η Αθήνα. Ο Καββαδίας χαρακτηρίζεται ως απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, αγαπητός σε όλους. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Μαραμπού” (από τις εκδόσεις “Κύκλος” σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Γίνεται δεκτή (η ποιητική του συλλογή) με πολύ ευνοϊκές κριτικές, πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων ήταν εκείνη του Πολίτη στην εφημερίδα “Πρωία”.
Στον πόλεμο του ’40 πηγαίνει στην Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές του ΕΑΜ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών αν και είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού , ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα “Στον τάφο του Επονίτη” και “Αθήνα 1943“, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό “Πρωτοπόροι”.
Το 1975 στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α νεκροταφείο Αθηνών με παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης. Αξίζει να σημειωθεί πως σε μια συνάντηση με τον Σεφέρη ο ίδιος τον αγνόησε και τον στεναχώρησε.