Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του Δεκεμβρίου του 1963 και την ακολουθήσασα αποχώρηση από τις δομές του κράτους των Τουρκοκυπρίων, ο Κυπριακός Στρατός που αριθμούσε 2000 άντρες, 1200 Ελληνοκύπριους και 800 Τουρκοκύπριους (ποσοστό 60% και 40% αντίστοιχα) παρέμεινε μόνο με τους Ελληνοκύπριους. Τότε η στρατιωτική θητεία δεν ήταν υποχρεωτική. Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία μπορούσε να επιβληθεί μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του Ελληνοκύπριου Προέδρου και του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου.
Μέσα στις συνθήκες της εποχής, και με τις απειλές της Τουρκίας για λήψη στρατιωτικών μέτρων εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, προέκυψε επιτακτική ανάγκη για τη συγκρότηση σώματος τακτικού στρατού, για την αντιμετώπιση των απειλών κατά της υπόστασης του κράτους. Η ανάγκη αυτή προέκυψε και από έναν άλλον λόγο: στις διακοινοτικές ταραχές του 1963, σε πολλές περιπτώσεις οι ένοπλοι δεν υπάκουαν εύκολα στις αποφάσεις της κυβέρνησης, ακριβώς επειδή δεν ήταν τακτικός στρατός και δεν υπήρχε η απαιτούμενη στρατιωτική πειθαρχία. Έτσι η δημιουργία τακτικού στρατού, οργανωμένου και πειθαρχημένου στις αποφάσεις της κυβέρνησης, ήταν εκ των ων ουκ άνευ.
Αρχικά, κι επειδή δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος δημιουργίας και οργάνωσης, ο Μακάριος επεδίωξε, σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, την ίδρυση “εθελοντικής Εθνικής Φρουράς” τον Ιανουάριο του 1964. Τότε είχε ιδρυθεί με τη βοήθεια Ελλήνων αξιωματικών που ήρθαν ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό στην Κύπρο σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, ένα “Γενικό Επιτελείο” για να συντονίσει την εθελοντική εθνοφρουρά, ουσιαστικά δηλαδή όλες τις άτακτες δυνάμεις που είχαν συγκροτηθεί κατά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963. Παράλληλα, τον Φεβρουάριο του 1964 προσλήφθηκαν 700 έμμισθοι ειδικοί αστυνομικοί, για κατάταξη στην εθελοντική εθνοφρουρά. Η στελέχωση της εθελοντικής εθνοφρουράς προερχόταν από Ελληνοκύπριους αξιωματικούς του κυπριακού στρατού και από Ελλαδίτες συναδέλφους τους, οι οποίοι ήρθαν στην Κύπρο με πολιτική περιβολή και πλαστά διαβατήρια.
Κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκαν πολλές και αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, όπως στον Άγιο Σωζόμενο, στη Λεμεσό, στη Μαλλιά, στα Καζιβερά και αλλού. Ο εθελοντικός στρατός έδρασε με επιτυχία στα μέτωπα αυτά, αλλά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις απειλές της Τουρκίας για επέμβαση στην Κύπρο. Έτσι τον Μάρτιο του 1964 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην Αθήνα με τον Έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και τη στρατιωτική ηγεσία και ο Γρίβας εισηγήθηκε τη σύσταση Εθνικής Φρουράς με αυστηρά στρατιωτικό χαρακτήρα. Η εισήγηση έγινε ομόφωνα αποδεκτή και αποφασίστηκε η αναδιοργάνωση της εθελοντικής εθνοφρουράς και η αναδιάρθωσή της σε πιο επαγγελματική βάση. Τον Απρίλιο του 1964, και αφού ήδη άρχισε η κάθοδος της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο, αποφασίστηκε στην Αθήνα, παρόντος του Μακαρίου, η ίδρυση του Ειδικού Μικτού Επιτελείου Κύπρου (ΕΜΕΚ), που θα υπαγόταν απευθείας στον Έλληνα Υπουργό Εθνικής Άμυνας και θα είχε αρχηγό τον Γρίβα.
Τον Μάιο του 1964 ο Γενικός Εισαγγελέας Κρίτων Τορναρίτης κατέθεσε πρόταση νόμου για υποχρεωτική θητεία, κυρίως λόγω του ότι πολλοί εθελοντές της εθνοφρουράς, αντί να διαμένουν στα στρατόπεδα, διέμεναν στα σπίτια τους και δινόταν η εντύπωση, όχι άδικα, ότι υπήρχε απειθαρχία. Η πρόταση νόμου με τίτλο “Ο περί Εθνικής φρουράς Νόμος του 1964” εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 21 του μήνα και ψηφίστηκε από την κυπριακή βουλή την 1η Ιουνίου του 1964 ως ο υπό αριθμό 20/1964 νόμος και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2 Ιουνίου του 1964.
Πριν την ψήφιση του νόμου ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ, ο οποίος ήδη είχε αποχωρήσει από τα καθήκοντά του, απέστειλε στις 30 Μαΐου επιστολή στον Μακάριο, ασκώντας βέτο στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την ίδρυση της Εθνικής φρουράς, αλλά ο Μακάριος και η κυβέρνηση την αγνόησαν.
Ως έμβλημα της Εθνικής Φρουράς καθιερώθηκε ο Δικέφαλος Αετός σε κίτρινο φόντο, μετά θυρεού πολεμικής σημαίας και με την ένδειξη στο πάνω μέρος «ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ» και μετέπειτα προστέθηκε το ρητό «Αμύνεσθαι Περί Πάτρης». Πρώτος Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς ήταν ο Ελλαδίτης Αντιστράτηγος Γεώργιος Καραγιάννης. Παράλληλα ιδρύθηκε η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Άμυνας Κύπρου (ΑΣΔΑΚ), της οποίας Αρχηγός ορίστηκε ο Στρατηγός Γρίβας Γεώργιος. Επίσης συγκροτήθηκε και οργανώθηκε το ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς).
Η πρώτη θητεία των στρατευσίμων ήταν εξάμηνη και υποχρέωση κατάταξης είχαν όσοι την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας τους. Απαλλάσσονταν της υποχρέωσης οι στρατιωτικοί, όσοι υπηρετούσαν στις δυνάμεις ασφαλείας, οι κληρικοί, όσοι διέμεναν εκτός Κύπρου και όσοι κρίνονταν ιατρικά ακατάλληλοι. Τον Δεκέμβριο του 1964 το Υπουργικό Συμβούλιο επέκτεινε την 6μηνη θητεία σε 12μηνη, λόγω της επικρατούσας κατάστασης. Αργότερα έγινε 24μηνη και σήμερα που γράφεται αυτό το κείμενο είναι 14μηνη.
Η Εθνική Φρουρά, όπως πριν η εθνοφρουρά, στελεχώθηκε με αξιωματικούς από την Ελλάδα, οι οποίοι, μαζί με Ελληνοκύπριους συναδέλφούς τους του Κυπριακού Στρατού και εθελοντές, ανέλαβαν την οργάνωση και την εκπαίδευση του προσωπικού της.
Από τις πρώτες επιχειρήσεις της Εθνικής Φρουράς ήταν η συμμετοχή της στην απόκρουση της τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης τον Αύγουστο του 1964 στην Τυλληρία και στον κόλπο Ξερού, η οποία εκδηλώθηκε με αεροπορικές επιδρομές και ρίψη βομβών ναπάλμ, και η επέμβασή της στην Κοφίνου το 1967, που στέφθηκε με επιτυχία. Να αναφέρουμε εδώ ότι μετά τα γεγονότα της Κοφίνου, η Τουρκία έβαλε 3 όρους για να μην προχωρήσει σε επέμβαση στην Κύπρο: 1. Να φύγει η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, 2. Να ανακληθεί ο Γρίβας στην Αθήνα και 3. Να διαλυθεί η Εθνική Φρουρά. Οι δύο πρώτοι όροι έγιναν αποδεκτοί από την ελληνική χουντική κυβέρνηση, αλλά ο τρίτος όρος δεν έγινε αποδεκτός από τον Μακάριο, ο οποίος επέμενε και τελικά πέτυχε να μην διαλυθεί η Εθνική Φρουρά.
Η ίδρυση της Εθνικής Φρουράς το 1964 ήταν μια κρίσιμη εξέλιξη για την ασφάλεια της Κύπρου, ανταποκρίθηκε στις προκλήσεις της εποχής και διαμόρφωσε τη στρατιωτική δομή του νησιού για τις επόμενες δεκαετίες. Ο Νόμος 20 του Ιουνίου του 1964 ήταν καθοριστικός, εισάγοντας την υποχρεωτική στράτευση και θεσμοθετώντας τη νέα αμυντική δομή.