Οι Αδελφοί Γκριμ ήταν δύο Γερμανοί λαογράφοι και γλωσσολόγοι που είναι σήμερα γνωστοί για τα Παραμύθια των Γκριμς (1812–22) (γερμ. Kinder-und Hausmärchen), τα οποία οδήγησαν στη σύγχρονη μελέτη της λαογραφίας. Οι Αδελφοί Γκριμ ήταν ο Jacob Ludwig Carl Grimm (1785-1863) και ο Wilhelm Carl Grimm (1786-1859) και γεννήθηκαν στη πόλη Hanau της Γερμανίας. Μαζί συγκέντρωσαν αρκετές συλλογές δημοτικής μουσικής και λαϊκής λογοτεχνίας. Ιδιαίτερα ο Jacob έκανε σημαντική δουλειά στην ιστορική γλωσσολογία και τη γερμανική φιλολογία, η οποία περιελάμβανε τη διατύπωση του Νόμου του Γκριμ, μια αξιοσημείωτη συμβολή στη μελέτη των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Υπήρξαν από τους σημαντικότερους Γερμανούς μελετητές της εποχής τους.
Ο Jacob και ο Wilhelm Grimm ήταν οι μεγαλύτεροι σε μια οικογένεια με 6 αδέλφια. Ο πατέρας τους, Philipp Wilhelm ήταν δικηγόρος και δημοτικός υπάλληλος στο Hanau και αργότερα διορίστηκε δικαστής στην πόλη Steinau. Ο θάνατος του πατέρα τους το 1796 έφερε κοινωνικές δυσκολίες στην οικογένεια. Ενώ ο θάνατος της μητέρας τους το 1808 άφησε τον 23χρονο τότε Jacob με την ευθύνη να προστατεύει τα αδέλφια του. Αφού παρακολούθησαν το γυμνάσιο στο Kassel, τα αδέρφια ακολούθησαν τα βήματα του πατέρα τους και σπούδασαν νομικά στο University of Marburg (1802–06) με σκοπό να εισέλθουν στη δημόσια υπηρεσία. Στο Marburg ήρθαν κάτω από την επιρροή του Clemens Brentano, ο οποίος αφύπνισε μέσα τους την αγάπη για τη λαϊκή ποίηση, ενώ ο Friedrich Karl von Savigny, συνιδρυτής του πανεπιστημίου, τους δίδαξε μια μέθοδο αρχαιολογικής έρευνας που αποτέλεσε την πραγματική βάση όλων των μεταγενέστερων έργων τους. Το 1805 ο Jacob συνόδευσε τον Savigny στο Παρίσι για να κάνει έρευνα σε νομικά χειρόγραφα του Μεσαίωνα και τον επόμενο χρόνο έγινε γραμματέας στο πολεμικό γραφείο στο Kassel. Λόγω της υγείας του, ο Wilhelm παρέμεινε χωρίς τακτική απασχόληση μέχρι το 1814.
Τα επόμενα χρόνια έζησαν λιτά και εργάστηκαν σταθερά, θέτοντας τις βάσεις για τα δια βίου ενδιαφέροντά τους. Από την αρχή, οι Γκριμς προσπάθησαν να συμπεριλάβουν υλικό πέρα από τα σύνορά τους, από τις λογοτεχνικές παραδόσεις της Σκανδιναβίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας, της Ιρλανδίας, της Σκωτίας, της Αγγλίας, της Σερβίας και της Φινλανδίας. Δημοσίευσαν μια συλλογή από 200 ιστορίες με τίτλο Kinder- und Hausmärchen (ελλην. Παραμύθια των Αδελφών Γκριμ) υπονοώντας στον τίτλο ότι οι ιστορίες προορίζονταν τόσο για ενήλικες όσο και για παιδιά (μεταξύ των οποίων: της «Χιονάτης», «Κοκκινοσκουφίτσα», «Ωραία Κοιμωμένη» και «Rumpelstiltskin»). Οι περισσότερες ιστορίες ελήφθησαν από προφορικές πηγές, αν και μερικές ήταν από έντυπες πηγές. Το μεγάλο πλεονέκτημα του Wilhelm Grimm είναι ότι έδωσε στα παραμύθια μια ευανάγνωστη μορφή χωρίς να αλλάξει τον λαογραφικό τους χαρακτήρα. Η συλλογή είχε ευρεία διανομή στη Γερμανία και τελικά σε όλα τα μέρη του πλανήτη, ενώ οι σημειώσεις των Γκριμς στις ιστορίες, μαζί με άλλες έρευνες, αποτέλεσαν τη βάση για την επιστήμη της λαϊκής αφήγησης και ακόμη και της λαογραφίας. Μέχρι σήμερα τα παραμύθια παραμένουν η παλαιότερη «επιστημονική» συλλογή παραμυθιών.
Αργότερα εκδώσαν το Deutsche Sagen (1816–18), η οποία δεν απέκτησε ποτέ ευρεία λαϊκή απήχηση, αν και επηρέασε τόσο τη λογοτεχνία όσο και τη μελέτη της λαϊκής αφήγησης. Το 1826 δημοσίευσαν μια μετάφραση των Fairy Legends and Traditions of the South of Ireland του Thomas Crofton Croker, προλογίζοντας την έκδοση με μια μακροσκελή δική τους εισαγωγή για την παραμυθία. Ταυτόχρονα, οι Γκριμς έδωσαν την προσοχή τους στα γραπτά έγγραφα της πρώιμης λογοτεχνίας, βγάζοντας νέες εκδόσεις αρχαίων κειμένων, τόσο από τη γερμανική όσο και από άλλες γλώσσες. Η εξαιρετική συνεισφορά του Wilhelm ήταν το Die deutsche Heldensage (“Το Γερμανικό Ηρωικό Παραμύθι) του 1829, που επρόκειτον μια συλλογή θεμάτων και ονομάτων από ηρωικούς θρύλους που αναφέρονται στη λογοτεχνία και την τέχνη από τον 6ο έως τον 16ο αιώνα.
Όταν ο Ερνέστος Αύγουστος έγινε βασιλιάς του Αννόβερου, κατήργησε με μανία το σύνταγμα του 1833, το οποίο θεωρούσε υπερβολικά φιλελεύθερο. Δύο εβδομάδες μετά τη δήλωση του βασιλιά, οι Γκριμς, μαζί με πέντε άλλους καθηγητές γνωστοί ως «Göttingen Seven», το 1837 διαμαρτυρήθηκαν για την ακύρωση του συντάγματος του Βασιλείου του Ανόβερου από τον νέο ηγεμόνα του και αρνήθηκαν να ορκιστούν στον βασιλιά. Ως αποτέλεσμα, απολύθηκαν και διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν αμέσως το βασίλειο του Αννόβερου. Κατά τη διάρκεια τριών ετών εξορίας στο Κάσελ, ιδρύματα στη Γερμανία και όχι μόνο (Αμβούργο, Μάρμπουργκ, Ρόστοκ, Βαϊμάρη, Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία και Ελβετία) προσπάθησαν να λάβουν τις υπηρεσίες των Αδελφών Γκριμ.

Η Συμβολή των Αδελφών Γκριμ στη Γερμανική Γλωσσολογία
Το 1840 δέχτηκαν πρόσκληση από τον βασιλιά της Πρωσίας, τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Δ’ να πάνε στο Βερολίνο, όπου ως μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών έδωσαν διαλέξεις στο πανεπιστήμιο. Εκεί άρχισαν να εργάζονται σοβαρά για το Deutsches Wörterbuch, ένα μεγάλο γερμανικό λεξικό. Στο λεξικό, όλες οι γερμανικές λέξεις που βρέθηκαν στη λογοτεχνία των τριών αιώνων. Για περίπου 20 χρόνια εργάστηκαν στην πρωτεύουσα της Πρωσίας, σεβαστοί και απαλλαγμένοι από οικονομικές ανησυχίες.
Και ενώ τα δύο αδέλφια συνήθως συνεργαζόταν, ο Jacob στράφηκε στη μελέτη της γλωσσολογίας με ένα εκτενές έργο στη γραμματική, το Deutsche Grammatik (1819–37) το οποίο αναγνωρίζεται για την εξαγγελία του “Νόμου του Γκριμ”, τη Γερμανική Μετατόπιση Ήχου, όσον αφορά τα σύμφωνα που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά από τον Δανό φιλόλογο Rasmus Kristian Rask (1787-1832). Ο Νόμος του Γκριμ, γνωστός και ως “Κανόνας Rask-Grimm” ή ως Πρώτη Γερμανική Μετατόπιση Ήχου, ήταν ο πρώτος νόμος στη γλωσσολογία που αφορούσε μια μη τετριμμένη αλλαγή ήχου. Το έργο του Jacob για τη γραμματική άσκησε τεράστια επιρροή στη σύγχρονη μελέτη της γλωσσολογίας.
Επίσης, το 1824 ο Jacob Grimm είχε μεταφράσει μια σερβική γραμματική από τον φίλο του Vuk Stefanović Karadžić, γράφοντας μια περιβόητη εισαγωγή για τις σλαβικές γλώσσες και λογοτεχνία. Επέκτεινε τις έρευνές του στη γερμανική λαϊκή κουλτούρα με μια μελέτη αρχαίων νομικών πρακτικών και πεποιθήσεων που δημοσιεύτηκε ως Deutsche Rechtsaltertümer (1828), παρέχοντας συστηματικό υλικό πηγής αλλά αποκλείοντας τους πραγματικούς νόμους. Το έργο ενθάρρυνε άλλες εκδόσεις στη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Ρωσία και τις νότιες σλαβικές χώρες.
Όσον αφορά τις προσωπικές τους ζωές, ο Jacob παρέμεινε εργένης, ενώ ο Wilhelm παντρεύτηκε την Dorothea Wild από το Kassel, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Οι Αδελφοί Γκριμ τάφηκαν μαζί στο Alter St.-Matthäus-Kirchhof στο Βερολίνο. Ενώ, στο μουσείο Brothers Grimm House, στην πόλη Steinau πρόκειται για το πατρικό σπίτι των Αδελφών Γκριμ που μετακόμησαν το 1791 και ιδρύθηκε σαν μουσείο το 1998. Αξίζει να ειπωθεί πως οι Αδελφοί Γκριμς ενέπνευσαν την ταινία φαντασίας The Brothers Grimm με πρωταγωνιστές των Matt Damon, ως τον Jacob Grimm και των Heath Ledger, ως τον Wilhelm Grimm.