Σε μία άκρως θρησκευόμενη, μεσαιωνική κοινωνία όπως αυτήν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου η εκκλησία είχε τον πρώτο λόγο σε πολλά θέματα, η θέση της γυναίκας δεν ήταν και τόσο ευνοϊκή ειδικά στις υψηλές τάξεις, όπου οι γάμοι γίνονταν κυρίως από οικονομικά συμφέροντα. Η δε έννοια του έρωτα δεν ήταν και αποδεκτή ή κατανοητή από τους Βυζαντινούς, καθώς ο Χριστιανισμός δεν περιλαμβάνει καν την λέξη αυτή σε κανένα από τα γραπτά του. Όσον αφορά στη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ποιο καλά τα λέει ο Ιστορικός Χάρης Μεσσής: «Η γυναίκα, όπως και ο άνδρας, βρίσκονται στο σταυροδρόμι πολλών κυρίαρχων κανονιστικών, περιγραφικών, θεολογικών, ιατρικών, νομικών κ.λπ. «λόγων» που ορίζουν και προσεγγίζουν πολλαπλά και συχνά αντιφατικά τις έμφυλες πραγματικότητες. Σε όλα τα είδη των λόγων όμως υπάρχει μια βασική ιδέα, αυτή της κατωτερότητας της γυναίκας βάσει ορισμένων βιολογικών και ψυχικών της χαρακτηριστικών ή βάσει της θείας βούλησης που ήθελε να δημιουργήσει ένα ιεραρχικά και συμπληρωματικά δομημένο σύμπαν. Νομικά, η γυναίκα αποτελεί ένα υπό κηδεμονία υποκείμενο και αναγνωρίζεται ως τέτοιο στη σχέση της με έναν άνδρα ως κόρη, σύζυγος ή χήρα κάποιου. Ακόμα και οι μοναχές αναφέρονται ως σύζυγοι του Χριστού. Αυτό περιορίζει αισθητά τις δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης και οικονομικής αυτονόμησης των γυναικών, αλλά δεν τις αποκλείει. Όταν μιλάμε για απτές πραγματικότητες, δεν πρέπει να θεωρούμε τη «γυναίκα» ως ενιαία κατηγορία, όπως αφήνουν να νοηθεί οι διάφοροι κανονιστικοί λόγοι του παρελθόντος αλλά και του σήμερα».

Βέβαια υπήρχαν και οι γυναίκες που αψήφησαν τα τότε δεδομένα και κατάφεραν να γίνουν σημαντικές προσωπικότητες στην ανδροκρατούμενη και χριστιανοκρατούμενη βυζαντινή κοινωνία, αλλά και να ακολουθήσουν τον δρόμο της καρδιάς, κάποιες φορές με βαρύτατες συνέπειες και σε κάποιες άλλες, καταφέρνοντας να φέρουν το φως στον σκοταδισμό της εποχής.   

Αθηναΐς - Ευδοκία και Παυλίνος

Η Αθηναίς γεννήθηκε στην Αθήνα και βαπτίσθηκε σε Ευδοκία όταν κατήλθε στην Κωνσταντίνουπολη όπου λίγο αργότερα παντρεύεται τον μέλλοντα αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β μετά από προτροπή της αδερφή του Πουλχερίας. 

Τόσον η θέση της όσο και η μόρφωση και η ευφυΐα της, της εξασφάλιζαν τη δυνατότητα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας στην παιδεία, στη διοίκηση και στη δικαιοσύνη. Στη νέα αυτοκράτειρα φαίνεται να οφείλεται η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου το 425. Η ανώτερη σχολή της Κωνσταντινούπολης αναδιοργανώθηκε, προωθήθηκαν η ελληνική γλώσσα και ρητορική και μειώθηκαν αντίστοιχα οι ώρες της λατινικής γλώσσας και ρητορικής. Δημιουργήθηκαν συγκεκριμένα δεκαπέντε έδρες για την ελληνική φιλολογία, δεκατρείς για τη λατινική και μία έδρα φιλοσοφίας. Κατά την ίδια περίοδο η Ευδοκία φαίνεται να ασκεί την επιρροή της ώστε, διά διατάγματος πλέον, οι διαθήκες να συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα, ενώ ήδη έχουμε τις πρώτες γνωστές δικαστικές αποφάσεις στην ελληνική. Ταυτοχρόνως, η ελληνική χρησιμοποιείται προοδευτικά και σε ορισμένους τομείς της διοικήσεως.

Ο πανίσχυρος όμως ευνούχος Χρυσάφιος κατηύθυνε τον Θεοδόσιο Β´ με πανουργία και δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις του με την Ευδοκία, η οποία συκοφαντήθηκε ότι διατηρούσε αθέμιτες σχέσεις με τον ανώτατο αξιωματούχο του παλατιού Παυλίνο. Μάλιστα ο Παυλίνος καταδικάσθηκε για τον λόγο αυτό σε θάνατο.

Η Ευδοκία διεπίστωσε ότι η παραμονή της στην Κωνσταντινούπολη θα συνεπάγετο συνεχείς τριβές με τον αυτοκράτορα αλλά και με την αυγούστα Πουλχερία, αγανακτισμένη δε κατέφυγε και πάλι στους Αγίους Τόπους το 443, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της το 460. 

Θεοδώρα και Ιουστινιανός

Η Θεοδώρα, μία από τις πιο γνωστές προσωπικότητες του Βυζαντίου, ξεκίνησε ως ηθοποιός, συνέχισε ως πόρνη πολυτελείας κι έφτασε να γίνει αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, όταν παντρεύτηκε τον Ιουστινιανό.

Ανέβηκε στα υψηλά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, όταν έγινε ερωμένη του αξιωματούχου Εκηβόλου, κυβερνήτη της Πενταπόλεως στην Αφρική. Μαζί του έκανε το μοναδικό της παιδί, προτού χωρίσουν και η Θεοδώρα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.

Ζώντας μια φτωχική ζωή, γνώρισε τον Ιουστινιανό, τότε συγκλητικός και ανιψιός του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος θαμπωμένος από την ομορφιά της θα την παντρευτεί το 523, παρά τις αντιδράσεις της κοινωνικής του τάξης και της θείας του αυτοκράτειρας Ευφημίας.

Θεωρείται ίσως η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια και ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αυτοκράτορα. Η πρώτη ουσιαστική της παρέμβαση στην πολιτική εκδηλώθηκε στη στάση του Νίκα, όταν εμψύχωσε τον Ιουστινιανό και τους συμβούλους του που ετοιμάζονταν να δραπετεύσουν για να σωθούν. Η επιρροή της στη θρησκευτική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετήσει ο Ιουστινιανός ειρηνιστική στάση απέναντι στους Μονοφυσίτες. Φήμες συνέδεσαν το όνομά της με τον ύποπτο θάνατο της Αμαλασούνθας, ενώ είναι βέβαιο ότι σε εκείνη οφείλεται η πτώση του Ιωάννη Καππαδόκη. Η εντύπωση ότι η Θεοδώρα, λόγω του παρελθόντος της, είχε αίσθηση αυτού που σήμερα ονομάζουμε «γυναικείο ζήτημα» οφείλεται στα νομοθετήματα που εκείνη υποκίνησε, ώστε το Οικογενειακό Δίκαιο να αντιμετωπίσει τις γυναίκες ευνοϊκότερα και δικαιότερα αναγνωρίζοντάς τους μια κάποια ανεξαρτησία.

Ηράκλειος και Μαρτίνα

Η Μαρτίνα ήταν κόρη της αδερφής του Ηράκλειου. Ο Ηράκλειος την ερωτεύτηκε και παρόλες τις αντιδράσεις της εκκλησίας και την απέχθεια του λαού για την πράξη αυτή αιμομιξίας, την παντρεύτηκε όταν η πρώτη σύζυγός του πέθανε. Μαζί έκαναν 10 παιδιά. Κάποια από αυτά πέθαναν ή ήταν ανάπηρα και θεωρήθηκε θεία τιμωρία. Ήταν μία πολύ φιλόδοξη γυναίκα και παρούσα σε όλες τις μεγάλες στρατιωτικές νικές του Ηράκλειου, τον οποίο ακολουθούσε σχεδόν παντού. 

Λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του Ηράκλειου ένα μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας χάθηκε στους Άραβες. Το έτος 641μΧ ο Ηράκλειος πέθανε από ασθένεια. H Μαρτίνα πίεσε τον γηραιό Ηράκλειο να ανακηρύξει τον γιό της Ηρακλέωνα ισότιμο συν-αυτοκράτορα με τον πρωτότοκο και παραγιό της Κωνσταντίνο ΙΙΙ, με την ίδια ως επίτροπο.

Ο λαός και η σύγκλητος ήταν εχθρικοί μαζί της, καθώς έκανε τον παράνομο γάμο και ήθελε να ελέγξει την αυτοκρατορία. Η Μαρτίνα διάβασε την διαθήκη στον ιππόδρομο και ο λαός την εξύβρισε και φώναζε πως ήθελε μόνο τα δύο παιδιά του Ηράκλειου.

Τρείς μήνες αργότερα πέθανε από ασθένεια ο Κωνσταντίνος. Ο όχλος ψευδο-κατηγόρησε την Μαρτίνα και τον Ηρακλέωνα για φόνο, τους ακρωτηρίασαν, τους εξόρισαν και ανακήρυξαν τον γιο του Κωνσταντίνου ΙΙΙ, τον Κώνστανς ΙΙ, αυτοκράτορα. Έτσι πέθανε άδοξα μία ισχυρή γυναίκα του Βυζαντίου.

 

Κωνσταντίνος ΣΤ' και Θεοδότη

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΣΤ’ όντας απομακρυσμένος από τη σύζυγό του Μαρία, ερωτεύτηκε την Θεοδότη που υπηρετούσε το παλάτι και πολύ σύντομα χώρισε για να την παντρεύτει, όπου έγινε και Αυγούστα.

Η νομιμότητα του γάμου πυροδότησε μια θρησκευτική διαμάχη. Το διαζύγιο είχε συναντηθεί με αποδοκιμασία στους κύκλους της Εκκλησίας. Ο νέος γάμος, ενώ η Μαρία ήταν ακόμα ζωντανή θεωρήθηκε ως μια προσπάθεια για τη νομιμοποίηση της μοιχείας. Ακόμη και οι υποστηρικτές του αυτοκράτορα κράτησαν τις αποστάσεις τους.

Ο Κωνσταντίνος και η Θεοδότη φαίνεται να έχουν προσπαθήσει να συμφιλιωθούν ειρηνικά με τους επικριτές τους για τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου τους. Ωστόσο, δεν βρήκαν καμία καλή ανταπόκριση και ο αυτοκράτορας θέλησε να εξολοθρεύσει τους εχθρούς του. Η μητέρα του, Ειρήνη, εν τω μεταξύ οργανώνει μια ισχυρή συνωμοσία εναντίον του γιου της ευνοούμενη από το εχθριο κλίμα κατά του αυτοκρατορικού ζευγαριού. Ο Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε. Η μητέρα του τον διαδέχθηκε. Στη Θεοδότη επιτράπηκε να αποσυρθεί σε ένα ιδιωτικό παλάτι μαζί με τον τυφλωμένο σύζυγό της. Η κατοικία μετατράπηκε σε μοναστήρι ενώ η Θεοδότη ήταν ακόμα ζωντανή.

Ζωή Ζαούτζη και Λέων ΣΤ’

Η Ζωή παντρεύτηκε για πρώτη φορά τον Θεόδωρο Γουνιάτζισεζε. Έγινε ερωμένη του αυτοκράτορα Λέων ΣΤ’ μετά το θάνατο του συζύγου της. 

Ο Λέων Στ’ βρισκόταν σε ένα κανονισμένο γάμο χωρίς αγάπη και γι’ αυτό συζούσε με την Ζωή και όταν η σύζυγός του απεβίωσε, παντρεύτηκε νόμιμα την Ζωή.

Ο Λέων ΣΤ’ και η Ζωή Ζαούτζη ήταν αναγνωρισμένοι ως ερωτευμένο ζευγάρι στην αυτοκρατορική αυλή, αλλά ο γάμος τους είχε πολιτική και κοινωνική σημασία. Η Ζωή, αν και σε νεαρή ηλικία, έγινε σημαντική προσωπικότητα στο παλάτι και θεωρούνταν μια από τις πιο ισχυρές γυναίκες της εποχής. Η σχέση τους δεν ήταν μόνο γεμάτη συναισθηματική φόρτιση, αλλά συνέβαλε και στη δημιουργία πολιτικών και στρατηγικών δεσμών που επηρέασαν την επόμενη γενιά των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Ζωή Πορφυρογέννητη και Μιχαήλ Δ'

Η Ζωή Πορφυρογέννητη (περ. 978 – 11 Ιουνίου 1050) υπήρξε μία από τις πιο ισχυρές και επιδραστικές γυναίκες στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η Ζωή Πορφυρογέννητη, κόρη του αυτοκράτορα Η’ ήταν έγκλειστη για τρεις δεκαετίες με τις αδερφές της, λόγω των πολιτικών παιχνιδιών στο παλάτι. 

Το 1028, σε ηλικία 50 ετών, η Ζωή παντρεύτηκε τον φιλόδοξο αριστοκράτη Ρωμανό Γ’ Αργυρό, και μαζί διαδέχθηκαν τον πατέρα της στο θρόνο. Ο γάμος της όμως ήταν δυστυχισμένος και ο σύζυγός της την ταπείνωνε καθώς δεν μπορούσε να του προσφέρει παιδί.

Σε αυτό το σκηνικό εμφανίστηκε ο Μιχαήλ, αδελφός του ισχυρού ευνούχου Ιωάννη. Ο Μιχαήλ κατάφερε να κερδίσει την εύνοια της απογοητευμένης Ζωής και να γίνει εραστής της. Το 1034, ο Ρωμανός Γ’ βρέθηκε νεκρός κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες και η Ζωή έσπευσε να παντρευτεί τον Μιχαήλ, αναδεικνύοντάς τον σε Αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ. Όμως και πάλι, η Ζωή βρέθηκε παραγκωνισμένη, καθώς ο Μιχαήλ και ο αδελφός του μονοπώλησαν την εξουσία, περιορίζοντάς την και πάλι στον γυναικωνίτη.

Με τον θάνατο του Μιχαήλ Δ’ το 1041, ο Ιωάννης προσπάθησε για άλλη μια φορά να ελέγξει τη διαδοχή, πιέζοντας τη Ζωή Πορφυρογέννητη να υιοθετήσει τον ανιψιό του, τον Μιχαήλ Ε’. Όμως ο νεαρός Αυτοκράτορας αποδείχθηκε αχάριστος, εξορίζοντας τη θετή του μητέρα σε μοναστήρι. Αυτή η προσβολή ξεσήκωσε τον λαό, που επέβαλε τη Ζωή και την αδελφή της Θεοδώρα ως συμβασιλείς. Σε μια προσπάθεια να ισχυροποιήσει τη θέση της, η Ζωή επέλεξε για τρίτο σύζυγο τον παλιό εραστή της, τον Κωνσταντίνο Μονομάχο. Αυτός ο γάμος, αν και προβληματικός, σηματοδότησε μια περίοδο σχετικής σταθερότητας, καθώς η Ζωή σταδιακά αποσύρθηκε από την άσκηση της εξουσίας.

Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα και Ρωμανός Δ' Διογένης

Η Ευδοκία η Μακρεμβολίτισσα (1021 – 1096) ήταν η δεύτερη σύζυγος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα (1059-67) και ύστερα του Ρωμανού Δ΄ Διογένη (1068-71). Γυναίκα προικισμένη με ομορφιά και ευφυΐα, έζησε σε κύκλο λογίων και ήταν συγγενής με τις μεγαλύτερες πνευματικές φυσιογνωμίες της εποχής της. 

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, πεθαίνοντας, άφησε κηδεμόνα των γιων του τη μητέρα τους Ευδοκία, θέτοντας της ως όρο, να μην ξαναπαντρευτεί. Η Ευδοκία όμως μετά παρέλευση επτά μηνών παντρεύτηκε τον στρατηγό Ρωμανό τον Διογένη 1068 με την αιτιολογία ότι το κράτος είχε ανάγκη από μια ισχυρή προσωπικότητα για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου, ο οποίος απειλούσε την αυτοκρατορία.

Στην μάχη του Μάντζικερτ ο Ανδρόνικος Δούκας, ένας από τους γιους της Ευδοκίας, που ήθελε να διαδεχθεί τον πατέρα του στο θρονο, όχι μόνο έμεινε αδρανής αλλά διέδωσε ότι η εμπροσθοφυλακή είχε διαλυθεί με αποτέλεσμα να προκληθεί πανικός και στη συνέχεια ν΄επακολουθήσει η ήττα και σύλληψη του ίδιου του αυτοκράτορα από τον Αλπ Αρσλάν. Μετά την ήττα η φρουρά των Βάραγγων επαναστάτησε, ανακήρυξε αυτοκράτορα το Μιχαήλ Δούκα ως Μιχαήλ Ζ΄ και ανάγκασε την Ευδοκία να γίνει μοναχή και να κλεισθεί σε μοναστήρι του Βοσπόρου που η ίδια είχε ανοικοδομήσει, ύστερα από την τύφλωση και θανάτωση του Ρωμανού Διογένη.

Το 1078, μετά την παραίτηση τους γιου της, ο νέος αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης τη ζήτησε σε γάμο αποβλέποντας στην ενίσχυση του θρόνου. Η Ευδοκία αρνήθηκε. Της δόθηκε ωστόσο η άδεια να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωής της ασχολούμενη με τη μελέτη και τη συγγραφή.