Σ’ ένα μικρό χωριό της επαρχίας Λάρνακας, τους Τρούλλους, όπου ο ήλιος φώτιζε τα χωράφια και οι ελιές ψιθύριζαν ιστορίες αντοχής, γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1933 ο Ανδρέας Σουρουκλής. Ήταν το παιδί του Δημήτρη και της Χριστίνας, ένα από τα εννιά αδέλφια μιας οικογένειας που ζούσε με τον ιδρώτα της γης. Οι Τρούλλοι, με τις λιγοστές τους σκιές και τις απέραντες εκτάσεις, έγιναν ο καμβάς της ζωής του – μια ζωή που, αν και σύντομη, έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στον αγώνα για την ελευθερία της Κύπρου.

Ο Ανδρέας μεγάλωσε μέσα στη λιτότητα του χωριού. Το δημοτικό σχολείο των Τρούλλων ήταν ο μόνος του δάσκαλος, πέρα από τη γη που τον δίδαξε υπομονή και σκληρή δουλειά. Από μικρός, τα χέρια του έμαθαν να σκάβουν, να φυτεύουν, να κρατούν τα ηνία της καθημερινής επιβίωσης. Αργότερα, όταν το αυτοκίνητο μπήκε στη ζωή του, έγινε αυτοκινητοδηγός, ένας άνθρωπος που γνώριζε τους δρόμους όσο και τις φλέβες της παλάμης του. Όμως, η μοίρα του δεν ήταν να μείνει απλός θεατής της ιστορίας. Η φλόγα της ελευθερίας, που σιγόκαιγε στην καρδιά κάθε Κύπριου, τον κάλεσε να γίνει μέρος της.

Το 1955, όταν η ΕΟΚΑ σήκωσε το λάβαρο του αγώνα ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία, ο Ανδρέας δεν δίστασε. Μαζί με τα αδέλφια του, τους γονείς του και τη Γεωργία, τη γυναίκα που είχε πάρει στο πλευρό του, ορκίστηκε να υπηρετήσει τον σκοπό. Η οικογένειά του έγινε ένα μικρό φρούριο αντίστασης, ένας πυρήνας που φιλοξενούσε όνειρα για λευτεριά. Η Χριστίνα, η πρώτη του κόρη, είχε ήδη φέρει φως στη ζωή του, ενώ η δεύτερη, η Ανδρούλα, θα ερχόταν στον κόσμο δύο μήνες μετά το τέλος του – ένα δώρο που δεν πρόλαβε να κρατήσει.

Η δράση του στην ΕΟΚΑ ξεκίνησε δειλά το 1957. Στην αρχή, ο Ανδρέας ήταν ο σιωπηλός σύνδεσμος, ο άνθρωπος που μετέφερε μηνύματα, που έκρυβε συντρόφους, που έφτιαχνε κρησφύγετα με τα ίδια του τα χέρια. Το αυτοκίνητό του, πιστός σύντροφος, έγινε όπλο στα χέρια της Οργάνωσης, μεταφέροντας τρόφιμα, όπλα και ελπίδα στις αντάρτικες ομάδες. Στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από το βλέμμα των ελιόδεντρων, έσκαψε ένα κρησφύγετο τον Ιανουάριο του 1958. Εκεί, για λίγους μήνες, φιλοξενήθηκε ο Μιχαλάκης Παρίδης, ο τομεάρχης Λάρνακας, ένας άνθρωπος που είχε δραπετεύσει από τα δεσμά των Άγγλων με θάρρος που ενέπνεε. Ο Ανδρέας δεν μιλούσε γι’ αυτό – η σιωπή του ήταν η δύναμή του. Ακόμα και οι σύντροφοί του δεν γνώριζαν πάντα τα μυστικά που έκρυβε η αυλή του.

Όσο περνούσε ο καιρός, ο ρόλος του μεγάλωνε. Από τροφοδότης έγινε μέλος ομάδας κρούσεως, ένας πολεμιστής που δεν φοβόταν να κοιτάξει τον εχθρό στα μάτια. Η νύχτα της 31ης Ιουλίου 1958 έμελλε να γίνει η τελευταία του. Μαζί με έξι συντρόφους, κατόπιν διαταγής του τομεάρχη Μιχαλάκη Παρίδη,τους Χρύσανθο Κυριάκου, ομαδάρχη, Μάκη Παπαχαραλάμπους, αδελφό της γυναίκας του, Αντώνη Κώστα (ο γνωστός πάτερ Αντώνιος της κοινότητας των Τρούλλων, που πέθανε πρόσφατα), Χαράλαμπο Σάββα, Γεώργιο Βάκχου και Γεώργιο Νικολάου, έστησαν ενέδρα στην τοποθεσία “Σαμερή”, κοντά σ’ ένα γεφύρι του δρόμου Λάρνακας-Τρούλλων, εναντίον στρατιωτικού αυτοκινήτου των Άγγλων. Η καλαμιά τους πρόσφερε φτωχική κάλυψη, ενώ το φεγγάρι, γεμάτο και αδιάκριτο, φώτιζε τη σκηνή σαν να ήθελε να δει το τέλος της πράξης. Η εντολή ήταν ξεκάθαρη: να χτυπήσουν ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο των Άγγλων. Όταν το όχημα πέρασε, με 15 στρατιώτες στοιβαγμένους μέσα, η ομάδα άνοιξε πυρ. Οι σφαίρες έσκισαν τον αέρα, το αυτοκίνητο κλυδωνίστηκε, μα η μάχη δεν τελείωσε εκεί. Οι Άγγλοι απάντησαν, και στη φρενίτιδα της ανταλλαγής πυρών, ο Ανδρέας έπεσε. Η σφαίρα τον βρήκε καθώς οπισθοχωρούσε, ακολουθώντας την όχθη του χαντακιού, εκεί που η καλαμιά δεν μπορούσε πια να τον σκεπάσει. Οι σύντροφοί του διέφυγαν μέσα στη νύχτα, χωρίς να ξέρουν ότι ο Ανδρέας είχε μείνει πίσω, ακίνητος πια, με το αίμα του να ποτίζει τη γη των Τρούλλων.

Η είδηση του θανάτου του έφτασε στην οικογένειά του την επόμενη μέρα, μέσα από το ραδιόφωνο – μια ψυχρή ανακοίνωση που έκοψε την ανάσα της Γεωργίας, του Δημήτρη, της Χριστίνας και των αδελφών του. Οι Άγγλοι είχαν ήδη επιβάλει κατ’ οίκον περιορισμό στο χωριό, σφραγίζοντας την ελευθερία των Τρούλλων με σιδερένια μπότα. Μόνο οι στενοί συγγενείς πήραν άδεια να σταθούν πάνω από το φέρετρο του. Ο πατέρας του, με μάτια θολά από πόνο και περηφάνια, έσκυψε και φίλησε το χέρι του γιου του. Η Γεωργία, κρατώντας τη μικρή Χριστίνα, έκανε το ίδιο, ενώ τα αδέλφια του – όσα πρόλαβαν να φτάσουν – αποχαιρέτησαν τον Ανδρέα με σιωπή που μιλούσε πιο δυνατά από λόγια.

Ο τάφος του σκάφτηκε στη γη που τον γέννησε, στους Τρούλλους, κάτω από τον ήλιο που κάποτε φώτιζε τα παιδικά του βήματα. Οι Άγγλοι έψαξαν εξονυχιστικά το σπίτι του, μα το κρησφύγετο του Παρίδη παρέμεινε κρυφό – ένα τελευταίο μυστικό που ο Ανδρέας πήρε μαζί του. Η θυσία του δεν ήταν μάταιη. Ήταν μια σπίθα που κράτησε ζωντανή την ελπίδα, ένα φως που φώτισε τον δρόμο για όσους συνέχισαν τον αγώνα.

Ο Ανδρέας Σουρουκλής δεν ήταν λόγιος, ούτε στρατηγός. Ήταν ένας απλός άνθρωπος, με χέρια σκληρά από τη δουλειά και καρδιά γεμάτη πίστη. Δεν έγραψε ιστορία με πένες και χαρτιά, αλλά με πράξεις που μιλούν ακόμα στους Τρούλλους, στην Κύπρο ολόκληρη. Η ζωή του, σύντομη μα πυκνή, ήταν ένα τραγούδι αντίστασης, ένας ύμνος στην ελευθερία που δεν σωπαίνει. Η Γεωργία, η Χριστίνα και η Ανδρούλα, η κόρη που δεν τον γνώρισε ποτέ και που πήρε το όνομά του, κράτησαν τη μνήμη του ζωντανή, όπως και τα αδέλφια του – η Πηνελόπη, ο Γιωρκάτζης, ο Κωστής, ο Μιχάλης, ο Μάμας, η Κυριακούλα, η Θεοδοσία, η Παναγιώτα. Μαζί τους, ένα ολόκληρο χωριό, ένας λαός, που δεν ξέχασε ποτέ τον ήρωα της “Σαμερής”.

Σήμερα, το όνομά του ζει μέσα από το Εθνικό Αθλητικό Σωματείο “Σουρουκλής” Τρούλλων, μια υπενθύμιση στους νέους ότι η ανδρεία δεν μετριέται σε λόγια, αλλά σε θυσίες. Ο Ανδρέας Σουρουκλής έπεσε την 1η Αυγούστου 1958, μα η ψυχή του δεν έσβησε. Παραμένει εκεί, ανάμεσα στις καλαμιές και τα ελαιόδεντρα, να φωτίζει τον δρόμο για μια Κύπρο ελεύθερη, όπως την ονειρεύτηκε.