Οι ενδοκυπριακές συνομιλίες αποτελούν μια κρίσιμη πτυχή της ιστορίας του Κυπριακού προβλήματος, αντικατοπτρίζοντας τις προσπάθειες των δύο κοινοτήτων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, να βρουν κοινό έδαφος για τη συνύπαρξή τους μετά την κρίση του 1963 και πριν από την τραγική κλιμάκωση του 1974. Από την έναρξή τους στη Βηρυτό το 1968 έως την κατάρρευσή τους το 1974, οι συνομιλίες αυτές αποτυπώνουν τόσο τις ελπίδες για ειρηνική λύση, όσο και τις βαθιές διαφωνίες που τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδο. Εδώ εξετάζουμε χρονολογικά την εξέλιξη αυτών των διαπραγματεύσεων, με έμφαση στα σημεία καμπής, τις προκλήσεις και τις χαμένες ευκαιρίες.
Η αφετηρία των ενδοκυπριακών συνομιλιών εντοπίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μετά τα γεγονότα της Κοφίνου το 1967, που όξυναν τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων και έθεσαν σε κίνδυνο την ειρήνη στην περιοχή. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Ου Θαντ, αναζητούσε τρόπους να προωθήσει μια ειρηνική λύση, στο πλαίσιο του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας της 4ης Μαρτίου του 1967. Οι αποτυχημένες προσπάθειες μεσολάβησης από τον Sakari Tuomioja και τον Galo Plaza, που απορρίφθηκε από την Τουρκία, οδήγησαν τον Ου Θαντ να προτείνει, τον Δεκέμβριο του 1967, τη διαδικασία των «καλών υπηρεσιών» του Γενικού Γραμματέα. Το ψήφισμα της 22ας Δεκεμβρίου 1967 καλούσε τα εμπλεκόμενα μέρη να συνεργαστούν για την επίλυση του Κυπριακού.
Έτσι, στις αρχές του 1968, ο Ου Θαντ πρότεινε συνομιλίες μεταξύ εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων υπό την αιγίδα του ειδικού του αντιπροσώπου, Οζόριο Ταφάλ. Η τουρκική πλευρά επέμεινε η πρώτη συνάντηση να γίνει εκτός Κύπρου, με αποτέλεσμα να συμφωνηθεί μια ανεπίσημη συνάντηση στη Βηρυτό. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανέθεσε στον Γλαύκο Κληρίδη, Πρόεδρο της Βουλής, να εκπροσωπήσει την ελληνοκυπριακή κοινότητα, ενώ ο Ραούφ Ντενκτάς, ηγετική φυσιογνωμία των Τουρκοκυπρίων, ανέλαβε τον ρόλο του συνομιλητή της τουρκικής πλευράς.
Οι πρώτες ενδοκυπριακές συνομιλίες ξεκίνησαν στις 2 Ιουνίου του 1968 στο ξενοδοχείο «Φοινίσια» της Βηρυτού. Οι συνομιλίες αυτές ήταν διερευνητικές, με στόχο να προετοιμαστεί το έδαφος για ευρύτερο διάλογο στην Κύπρο. Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες των δύο πλευρών, η ατμόσφαιρα ήταν φιλική. Ο Κληρίδης και ο Ντενκτάς αντάλλαξαν απόψεις για τις προβληματικές πτυχές του Συντάγματος του 1960, όπως οι χωριστοί δήμοι, η αναλογία 70-30 στη δημόσια υπηρεσία και το δικαίωμα βέτο του Αντιπροέδρου. Ο Ντενκτάς εξέφρασε ανησυχίες ότι οι Ελληνοκύπριοι επιδίωκαν την Ένωση, ενώ ο Κληρίδης υπογράμμισε τον φόβο των Ελληνοκυπρίων για διχοτόμηση από την τουρκική επιμονή σε διαχωριστικές διατάξεις.
Μετά από τρεις ημέρες, οι δύο συνομιλητές κατέληξαν σε συμφωνία για την επίσημη έναρξη των συνομιλιών στη Λευκωσία στις 24 Ιουνίου 1968, στο ξενοδοχείο «Λήδρα Πάλας», υπό την προεδρία του Οζόριο Ταφάλ. Η κοινή τους δήλωση ανέφερε: «Είχαμε χρήσιμη ανταλλαγή απόψεων. Οι συνομιλίες θα επαναρχίσουν στη Λευκωσία την 24η Ιουνίου». Ο Κληρίδης επέστρεψε στη Λευκωσία στις 7 Ιουνίου, εκφράζοντας συγκρατημένη αισιοδοξία: «Θα χρειαστούν ψυχραιμία, υπομονή και καλή θέληση, στοιχεία που πιστεύω ότι υπάρχουν».
Η επίσημη έναρξη στις 24 Ιουνίου σηματοδότησε την αρχή ενός ουσιαστικού διαλόγου. Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν με συναντήσεις δύο φορές την εβδομάδα, εναλλάξ στις οικίες των δύο συνομιλητών, με τον Κληρίδη να επισημαίνει στον Μακάριο ότι η εφικτή λύση περιοριζόταν σε τροποποιήσεις του Συντάγματος, όπως η μείωση της τουρκικής συμμετοχής και η κατάργηση του βέτο.
Η δεύτερη φάση των συνομιλιών ξεκίνησε στις 29 Αυγούστου 1968, ενώ η τρίτη φάση, από τις αρχές του 1969 έως τον Αύγουστο του 1970, σημείωσε σημαντική πρόοδο. Στις 3 Φεβρουαρίου 1969, Κληρίδης και Ντενκτάς ανακοίνωσαν την πρώτη συμφωνία για διορισμό υποεπιτροπών για νομοθετικά ζητήματα και ημικρατικούς οργανισμούς. Μέχρι τις 18 Αυγούστου 1970, στην 56η συνάντηση, συντάχθηκαν έγγραφα για την Τοπική Διοίκηση, τη Δικαστική Εξουσία, τη Νομοθετική Εξουσία, την Εκτελεστική Εξουσία και την Αστυνομία, συνολικά 49 σελίδες.
Η τέταρτη φάση προγραμματίστηκε για τις 21 Σεπτεμβρίου 1970.
Παρά την πρόοδο, οι δυσκολίες ήταν εμφανείς. Ο Μακάριος, σε συνέντευξη στο BBC στις 10 Ιανουαρίου 1969, εξέφρασε συγκρατημένη αισιοδοξία, αλλά τόνισε τις τουρκικές αξιώσεις για «κράτος εν κράτει» ως εμπόδιο. Οι διαφορές στις τελικές επιδιώξεις – η ελληνοκυπριακή πλευρά για ενιαίο κράτος και η τουρκική για διασφάλιση της κοινοτικής αυτονομίας – παρέμεναν ανεπίλυτες.
1972: Η Κρίσιμη Καμπή και η Χαμένη Ευκαιρία
Το 1972 οι συνομιλίες διευρύνθηκαν με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων-συνταγματολόγων από την Ελλάδα (Μιχαήλ Δεκλερής) και την Τουρκία (Ορχάν Αλτικαστί), υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Το καλοκαίρι του 1972 αποτέλεσε το αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας. Ο Κληρίδης σημείωσε ότι η τουρκική πλευρά είχε αποδεχθεί τα 13 σημεία που είχε προτείνει ο Μακάριος το 1963 για τροποποίηση του Συντάγματος, περιλαμβανομένης της κατάργησης του τουρκικού βέτο και της μείωσης της συμμετοχής των Τουρκοκυπρίων στο 20%, αναλογικά με τον πληθυσμό τους.
Η κρίσιμη στιγμή ήρθε στις 12 Σεπτεμβρίου 1972, όταν ο Κληρίδης συνάντησε τον Μακάριο. Ο Κληρίδης υποστήριξε ότι η αποδοχή της συμφωνίας θα εξασφάλιζε ένα βιώσιμο σύνταγμα. Ωστόσο, ο Μακάριος αρνήθηκε να τον εξουσιοδοτήσει, επιμένοντας σε αδιάλλακτη στάση. Ο Κληρίδης αργότερα έγραψε στα βιβλία του: «Η απόφαση του Μακαρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 1972 να μη συμβιβαστεί, παρά τις υποχωρήσεις της τουρκικής πλευράς, απέβη μοιραία για την Κύπρο». Η άρνηση αυτή, αντίθετη με τις συμβουλές της ελληνικής κυβέρνησης και του Οζόριο Ταφάλ, όξυνε τις εντάσεις και ενίσχυσε τη διεθνή εικόνα ότι ο Μακάριος δεν επιθυμούσε λύση.
Ο Κληρίδης αναγνώρισε αργότερα το δικό του «πολιτικό σφάλμα» να μην παραιτηθεί και να μην δημοσιοποιήσει τη διαφωνία του, αλλά επέμενε ότι η κρίση του για συμβιβασμό ήταν ορθή. Η εσωτερική βία μεταξύ ΕΟΚΑ Β’ και οπαδών του Μακαρίου επιδείνωσε την κατάσταση, μειώνοντας το περιθώριο ελιγμών.
1974: Η Κατάρρευση των συνομιλιών
Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν μέχρι την άνοιξη του 1974, φτάνοντας κοντά σε συνολική συμφωνία. Ωστόσο, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή που ακολούθησε στις 20 Ιουλίου διέκοψαν απότομα τη διαδικασία. Τα δεδομένα άλλαξαν ριζικά, με την Κύπρο να διχοτομείται και τις συνομιλίες να καταρρέουν.
Οι ενδοκυπριακές συνομιλίες του 1968-1974 υπήρξαν μια χαμένη ευκαιρία για την Κύπρο. Από τη φιλική ατμόσφαιρα της Βηρυτού μέχρι τις σημαντικές υποχωρήσεις του 1972, υπήρξαν στιγμές που η λύση φαινόταν εφικτή. Ωστόσο, οι εσωτερικές διαιρέσεις, η αδιαλλαξία και οι εξωτερικές πιέσεις οδήγησαν στην αποτυχία. Η μαρτυρία του Κληρίδη για τη «μοιραία απόφαση» του Μακαρίου το 1972 παραμένει ένας κρίκος προβληματισμού: θα μπορούσε η Κύπρος να είχε αποφύγει την καταστροφή; Οι συνομιλίες αυτές παραμένουν ένα μάθημα για τη σημασία του συμβιβασμού και της έγκαιρης δράσης.
Οι Ενδοκυπριακές Συνομιλίες 1968-1974