Με αφορμή την πρόσφατη βιογραφική ταινία “Μαρία”, που διηγείται τη ζωή της απόλυτης ντίβας της όπερας Μαρία Κάλλας και τον μεγάλο της έρωτα με τον Αριστοτέλη Ωνάση, θυμήθηκα άλλους μεγάλους έρωτες Ελλήνων που με συγκίνησαν και έγραψαν ιστορία. Και φυσικά αυτό το άρθρο θα αφιερωθεί σε μερικούς από αυτούς, με πρώτο τον προαναφερθέντα. Έρωτες δυνατοί, ενίοτε με τραγική κατάληξη, ντυμένοι με μια ποιητική χροιά από κάποιο ανώτερο σύμπαν, που δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι είναι αληθινοί και όχι κινηματογραφικοί.

Μαρία Κάλλας - Αριστοτέλης Ωνάσης

Ο Ωνάσης και η Κάλλας γνωρίστηκαν το 1957, σε μια δεξίωση που διοργάνωσε η γνωστή κοσμικογράφος της εποχής, Έλσα Μάξγουελ. Ο μεγιστάνας έβαλε εντυπωσιάστηκε από την πρώτη στιγμή με την Ελληνίδα ντίβα της όπερας, αλλά δεν μπορούσε να την φλερτάρει ανοιχτά. Και οι δύο ήταν παντρεμένοι τότε με άλλα πρόσωπα.

Το ειδύλλιο μεταξύ τους αναπτύχθηκε δύο χρόνια μετά, όταν ο Ωνάσης προσκάλεσε την Κάλλας και τον σύζυγό της, Μενεγκίνι, σε κρουαζιέρα, με την πολυτελή θαλαμηγό του. Η παρουσία της συζύγου του, Τίνας Τίνας Λιβανού, δεν απασχόλησε τον Ωνάση, που είχε επικεντρωθεί πλήρως στην κατάκτηση της ντίβας. Το ειδύλλιο τους ήταν πια φανερό σε όλους και φήμες λένε ότι ήταν και η βραδιά που απομονώθηκαν σε μία βάρκα και έκαναν για πρώτη φορά έρωτα. Λίγους μήνες μετά και οι δύο παίρνουν διαζύγιο για να είναι μαζί.

Το ζευγάρι είχε μεσογειακό ταμπεραμέντο. Υπήρχε έρωτας και πάθος. Με το ίδιο πάθος όμως, Ωνάσης και Κάλλας καυγάδιζαν σχεδόν καθημερινά. Η Κάλλας δεν είχε καμία σχέση με τις πειθήνιες γυναίκες, που συνήθως γνώριζε ο Ωνάσης και οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Ο μεγιστάνας έφτανε συχνά στο σημείο να προσβάλλει και να πληγώνει την ντίβα, ακόμη και δημόσια.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο κοσμοπολίτης Αρίστος άρχισε να απομακρύνεται από τη σύντροφό του. Η Κάλλας, που είχε αραιώσει τις εμφανίσεις της στην όπερα, περνούσε ατέλειωτες στη θαλαμηγό, περιμένοντας τον, Όπως λένε όσοι την έζησαν, η Μαρία είχε αφιερωθεί με σώμα και ψυχή, σε έναν έρωτα που δεν είχε την απαιτούμενη ανταπόκριση. Το 1968, το ζευγάρι μετρούσε σχεδόν δέκα χρόνια σχέσης. Και ενώ η Κάλλας παρέμενε ερωτευμένη, ο Ωνάσης είχε ήδη προχωρήσει στην επόμενη κατάκτησή του. Την Τζάκι Κένεντι….
Ο χωρισμός στοίχισε πολύ στην Κάλλας. Η άλλοτε δυναμική ντίβα, μεταμορφώθηκε σε μια απεριποίητη και αντικοινωνική γυναίκα. Περνούσε ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο, κλαίγοντας για τον χαμένο της έρωτα.

Στην αρχή ήταν απαρηγόρητη και κυριευμένη από ζήλια, αλλά  αργότερα κατάλαβε, ότι ο Ωνάσης δεν έπαψε ποτέ να τη αγαπά. Ενώ ήταν παντρεμένος με την Τζάκι, συνέχιζε να την επισκέπτεται και να περνάνε κάποιες στιγμές μαζί.  Παρόλο που οι δυο τους χώρισαν, δεν έπαψαν ποτέ να αγαπιούνται και η Κάλλας στάθηκε στο πλευρό του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Κώστας Καρυωτάκης - Μαρία Πολυδούρη

Ίσως από τους πιο τραγικές ιστορίες αγάπης που θα μπορούσε να συγκριθεί και με αυτήν του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.

Γνωρίστηκαν το 1922 σε μια κοινή παρέα καλλιτεχνών. Η Μαρία άλλωστε ως μία δυναμική γυναίκα, πολύ μοντέρνα και ανεξάρτητο πνεύμα, συνήθιζε να κάνει συντροφιά με άνδρες, πράγμα αδιανόητο για την εποχή. 

Η ομορφιά της και το ελεύθερο πνεύμα της γοήτευσαν τον μοναχικό και εσωστρεφή Καρυωτάκη. Ενώ κι εκείνη είχε την περιέργεια να γνωρίσει τον ντροπαλό νεαρό, που ποτέ δεν την κοίταζε στα μάτια. Υπάλληλοι τότε της Νομαρχίας και οι δύο, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην ποίηση. Γρήγορα έγιναν ζευγάρι, παρόλο που εκείνος διατηρούσε δεσμό με μια άλλη γυναίκα, έναν νεανικό του έρωτα από τα Χανιά.

Αν και ερωτευμένοι, η σχέση τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Εκείνη θα έγραφε στο ημερολόγιό της τον Μάιο του 1922: «Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει;».

Η ασυμβίβαστη ζωή της Πολυδούρη, και ο εκρηκτικός της χαρακτήρας αποτελούσαν κόκκινο πανί για την οικογένεια του Καρυωτάκη και ο ίδιος θεωρούσε ότι η μποέμικη ζωή της μπορούσε να βλάψει την εικόνα στα μάτια του κόσμου. Εκείνος, εγκλωβισμένος στο καθήκον και τις ενδείξεις της κοινωνίας, δεν τόλμησε ποτέ να κάνει την υπέρβαση. Μάλιστα όταν η Πολυδούρη του έκανε πρόταση γάμου, αρνήθηκε λέγοντας ότι έχει σύφιλη και δεν θα μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Της ζήτησε μάλιστα, να μείνουν φίλοι και αυτή δέχτηκε, ούσα συντετριμμένη, καθώς θεώρησε τη σύφιλη δικαιολογία.

Οι συναντήσεις τους αραίωσαν και η Πολυδούρη είχε ένα αποτυχημένο αρραβώνα, καθώς δεν έπαψε ποτέ να αγαπά τον «Τάκη» όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του. Όταν ο Καρυωτάκης παίρνει μετάθεση στην Πρέβεζα η επικοινωνία τους διακόπτεται, πληγωμένος ίσως και από την «προδοσία» της αγαπημένης του. Η Πολυδούρη κάνει μία έξαλλη για την εποχή και εξαντλητική ζωή, μέχρι που αρρωστά με φυματίωση. Όσο ήταν κλεισμένη στο σανατόριο, μαθαίνει τα χειρότερα νέα, ότι δηλαδή ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε. Δύο περίπου χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1930, πεθαίνει και η Πολυδούρη. Και οι δύο έφυγαν νέοι, όμως, τα ποιήματά τους έμειναν.

Το ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» (το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, η απόδειξη ότι ο ποιητής όντως έπασχε από την ασθένεια.

Μαντώ Μαυρογένους - Δημήτριος Υψηλάντης

Ο έρωτας δεν βγαίνει πάντα νικητής και απόδειξη αυτού είναι ο έρωτας της Μαυρογένους με τον Υψηλάντη που πολεμήθηκε και νικήθηκε.
«Ο πρίγκιπας τρέχει πίσω από τα φουστάνια της όμορφης Μυκονιάτισσας»… αυτά έλεγαν τότε οι εχθροί και οι κακές γλώσσες της εποχής για έναν έρωτα που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά της επανάστασής.

Η Μαντώ ήταν όμορφη και με ευρωπαϊκή μόρφωση, γόνος καλής οικογένειας και ήταν μυημένη από τη Φιλική Εταιρεία στον Αγώνα για απελευθέρωση, τον οποίο υπηρέτησε με πάθος και αυτοθύσια. Η πρώτη γνωριμία τους πλούσιας Μυκονιάτισσας με τον πρίγκιπα ενδεχομένως έγινε στην Τεργέστη, στο σπίτι του πατέρα της.

Η λαϊκή παράδοση και η ρομαντική φαντασία των ξένων ιστοριογράφων της εποχής, θέλουν τη Μαντώ να συμμετείχε τον Ιούλιο του 1822 στην υπεράσπιση του Κάστρου του Άργους, δίπλα στον Υψηλάντη.

Μάλιστα οι δυο τους ήταν τόσο ερωτευμένοι που όταν τελείωναν τον αγώνα, τα βράδια κοιμούνταν μαζί αγκαλιά στην ίδια σκηνή αδιαφορώντας για το τί θα πουν οι συμπατριώτες τους.

Ο Υψηλάντης είχε υποσχεθεί ότι θα παντρευόταν την αγαπημένη του, μετά την απελευθέρωση της πατρίδας, όμως το ειδύλλιο μεταξύ των δύο νέων είχε τραγική κατάληξη κι αυτό γιατί η σχέση τους προκαλούσε τα συντηρητικά ήθη της εποχής και τρομοκρατούσε πολλούς πολιτικούς ηγέτες, καθώς σήμαινε την ένωση δύο μεγάλων οικογενειών, με σαφή ρωσικό προσανατολισμό.

Ο αιώνιος εχθρός τους αποδείχθηκε ότι ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης ο οποίος δεν ήθελε να δει τον Πρίγκιπα να ανεβαίνει στην εξουσία. Ο Κωλέττης γνωστός για τις δολοπλοκίες του, προσπάθησε με κάθε αθέμιτο τρόπο να χωρίσει το ζευγάρι και στο τέλος τα κατάφερε. Έστειλε τους γιατρούς του Υψηλάντη ο οποίος ήταν άρρωστος να της πουν ότι πρέπει να μείνει μακριά του και να τον αφήσει να επικεντρωθεί στα καθήκοντά του. Αυτή πίστεψε ότι ο ίδιος ο Υψηλάντης έστειλε τους γιατρούς του για να μην την παντρευτεί και κάθε προσπάθεια που έκανε αυτός μετέπειτα να τα ξαναβρούν ήταν μάταιη. Η καρδιά της γέμισε με μίσος προς αυτόν ενώ παράλληλα ζούσε φτωχή και εξαθλιωμένη. Ο Υψηλάντης τελικά πεθαίνει από φυματίωση και η Μαντώ αρνείται να είναι δίπλα του τις τελευταίες του στιγμές. Στην κηδεία του όμως τον μοιρολόγησε ως μία μαυροφορεμένη χήρα.

Κωστής Παλαμάς - Στέλλα Διαλέτη

Μια ξεχωριστή γυναικεία μορφή, η Στέλλα Διαλέτη από τη Χρυσοβίτσα του Θέρμου, κόρη του Αντιστράτηγου Δημοσθένη Διαλέτη, η «Αρχοντοπούλα της Αιτωλίας» έγινε για τον Παλαμά η τελευταία μούσα της μακρόχρονης ζωής του. Ενέπνευσε στον Παλαμά ένα βαθύ αίσθημα, φιλικό και ερωτικό μαζί, και του έδωσε το έναυσμα για μερικά από τα ωραιότερα λυρικά και υπαρξιακά ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Όταν γνωρίστηκαν, καθώς ήταν φίλη της κόρης του, η Στέλλα ήταν 20 χρονών χρονών και ο Παλαμάς 70. Ο Παλαμάς κατηγορήθηκε για τις σχέσεις που δημιουργούσε, σε μεγάλη ηλικία, με νεαρές κοπέλες-μούσες, καθώς θεωρούνταν ανήθικες και ανάρμοστες.

Το 1929 ξεκινά μία αλληλογραφία μαζί της, στην οποία απευθύνει μία σειρά ποιημάτων μέχρι και τον θάνατό της το 1935.

 «Είμαι γέρος» της έλεγε. «Εγώ βλέπω τα νιάτα της ψυχής σου» του απαντούσε η Διαλέτη. Το πάθος του Παλαμά για τη Στέλλα φαινόταν από τα γράμματά του: «Η νύχτα προχωρεί. Είμαι μόνος. Στη νύχτα. Στη σιωπή. Στην παράκρουση. Στη διέγερση. Είμαι εγωιστής. Είμαι απαιτητικός. Θέλω εγώ ο περασμένος να περάσεις κι εσύ μαζί μου. Θέλω να προσκυνήσω τα γόνατά σου. Να σου προσκυνήσω τα χέρια σου. Την όψη σου. Τα πόδια σου. Να συρθώ. Να ολολύξω. Να βουβαθώ. Να σ’ αισθανθώ. Κοντά μου. Μα πολύ κοντά σου. Να σε σφίξω. Να σε προσκυνήσω. Και να σβήσω. Είμαι μόνος. Και μ’ αφήνεις. Μα δε σ’ αφήνω εγώ. Λόγια κοινά πρόστυχα ανεβαίνουν στα χείλη μου».

Ποιος να ξέρει, και σε αυτή την περίπτωση όπως και σε άλλες περιπτώσεις που ο Παλαμάς ερωτεύτηκε κάποια νεαρή κοπέλα, αν ο έρωτάς του ήταν μόνο πλατωνικός. Το μόνο σίγουρο, ίσως, είναι ότι ο Παλαμάς υπήρξε ο πρώτος και τελευταίος έρωτας της Στέλλας Διαλέτη, η οποία πέθανε πολύ νέα. Για τον θάνατο της, ο Κωστής Παλαμάς έγραψε το ποίημα «Μνημόσυνο»: «…Αξύπνητη κι αγύριστη κι αγέραστη κι εγίνη, για την αγάπη ανάμνηση και ιδέα, μα κι αγιωσύνη για τη λατρεία. Και σιωπηλή και έλεγες: κάτι λείπει…». 

Ήταν μόλις 28 ετών. 

Κατίνα Παξινού - Αλέξης Μινωτής

Οι δύο τους είναι ένας από τους λόγους που ακόμη πιστεύουμε ότι οι έρωτες μπορούν να κρατήσουν και να γίνουν με το πέρασμα του χρόνου αγάπη αντί να χαθούν για πάντα..

Η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής διέγραψαν μια λαμπερή καλλιτεχνική πορεία. Ήταν το 1929 όταν η Κατίνα Παξινού καθιερώθηκε στους δραματικούς ρόλους, ενώ δύο χρόνια αργότερα γνώρισε τον Αλέξη Μινωτή.

Η καλλιτεχνική τους συνάντηση γέννησε ένα μεγάλο έρωτα και το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1940 και έμεινε μαζί μέχρι το τέλος. Η Κατίνα Παξινού ήταν η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με Όσκαρ, όπως και η πρώτη Ελληνίδα, για την ταινία Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. Από την άλλη, η καριέρα του Μινωτή στις ΗΠΑ δεν εκτοξεύτηκε. Το αντίθετο. Θεωρήθηκε πολύ υπερβολικός, με πολύ κακή προφορά αγγλικών για το αμερικανικό θέατρο, ενώ οι όποιες προσπάθειες να παίξει στο σινεμά, δεν πέρασαν στην ιστορία.

Ναι, ήταν μια εκρηκτική σχέση. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστήριζαν ότι ο Μινώτης ήταν –εν γνώσει του– πιο κάτω από την Παξινού. Και αυτή η θέση τον είχε κάνει παράξενο. Το φινάλε της σχέσης τους υπήρξε δραματικό. Η Παξίνου έπασχε από καρκίνο και καθώς ο θάνατος πλησίαζε, ο μεγάλος Μινωτής είχε πέσει γονατιστός και παρακαλούσε για ένα θαύμα που δεν ήρθε ποτέ. Η σπουδαία ηθοποιός «έφυγε» στις 22 Φεβρουαρίου 1973 σε ηλικία 73 ετών. Ο ίδιος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και έφυγε στην ηλικία των 90.

Το Κληροδότημα Αλέξη Μινωτή εις μνήμην Κατίνας Παξινού δημιουργήθηκε σύμφωνα με τους όρους που έθεσε ο Αλέξης Μινωτής στη διαθήκη του. Το Κληροδότημα είναι κεφάλαιο αυτοτελούς διαχείρισης και υπάγεται στην εποπτεία των Υπουργείου Οικονομικών καθώς και του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Ως διαχειριστής του Κληροδοτήματος, το ΜΙΕΤ προκηρύσσει κατ’ έτος υποτροφίες εσωτερικού και εξωτερικού για σπουδαστές από όλους τους τομείς και τις ειδικότητες της θεατρικής τέχνης, καθώς και για τεχνικούς του θεάτρου που επιθυμούν να μετεκπαιδευτούν στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τους όρους του διαθέτη Αλέξη Μινωτή, το ΜΙΕΤ εκδίδει για λογαριασμό του Κληροδοτήματος μελέτες για την ιστορία και τη θεωρία του θεάτρου, καθώς και μεταφράσεις έργων του κλασικού ρεπερτορίου.

Ανάμεσα στους σκοπούς του Κληροδοτήματος ήταν εξαρχής η δημιουργία μιας αίθουσας όπου θα φιλοξενούνται ενθυμήματα από τη ζωή και τη σταδιοδρομία της Κατίνας Παξινού. Το ΔΣ του ΜΙΕΤ πραγματοποίησε την επιθυμία του διαθέτη και,  μετά τον θάνατο του, όταν και τα προσωπικά του αντικείμενα περιήλθαν στο Μορφωτικό Ίδρυμα, η αρχική αίθουσα Παξινού επεκτάθηκε, εμπλουτίστηκε και μετονομάστηκε σε Μουσείο Παξινού-Μινωτή.