Βρισκόμαστε στο 1954. Έχουν ήδη προηγηθεί η κατάρρευση της Διασκεπτικής το 1948, το Ενωτικό Δημοψήφισμα το 1950 και η απόφαση για διεξαγωγή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα το 1953. Το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση-ένωση ολοένα αυξανόταν και γινόταν διεθνώς γνωστό.
Οι Άγγλοι όμως δεν πτοούνταν. Στις 28 Ιουλίου του 1954 ο Άγγλος Υπουργός Αποικιών Χένρυ Χόπκινσον, εξεφώνησε το θρυλικό και κατηγορηματικό “Ουδέποτε”, σε ομιλία του στη βρετανική βουλή των Κοινοτήτων. “Ουδέποτε θα δοθεί στην Κύπρο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, επειδή στο νησί έχουμε συμφέροντα μεγάλης στρατηγικής σημασίας”, τόνισε με έμφαση. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, οι Άγγλοι έλαβαν σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα στην Κύπρο, ως αντίποινα για τη στάση και τη μαχητικότητα των Κυπρίων να επιζητούν συνεχώς την ένωση.
Στις 20 Αυγούστου του 1954 η ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπάγο κατέθεσε προσφυγή της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη για το κυπριακό ζήτημα. Λίγες μέρες νωρίτερα, ως απάντηση στο “Ουδέποτε” και στα σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα των Άγγλων, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ συγκάλεσε δέηση στον Ιερό Ναό Φανερωμένης στη Λευκωσία, και κάλεσε όλον τον λαό, αριστερούς και δεξιούς να παρευρεθούν μαζικά.
Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, την Κυριακή 22 Αυγούστου 1954 που θα γινόταν η δέηση, μαζεύτηκαν κατά κάποιους 20.000 και κατά άλλους 50.000 κόσμου, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, και μάλιστα μια μέρα πολύ ζεστή με 40 βαθμούς θερμοκρασία. Μάλιστα σε αυτήν παρέστη κι ένας Άγγλος εργατικός βουλευτής ονόματι Ντράιμπεργκ.
Όλος αυτός ο κόσμος ήθελε να δείξει την αντίθεσή του τόσο στα αντιλαϊκά μέτρα των Άγγλων εναντίον του λαού όσο και να δώσει την απάντησή του στο αγγλικό “Ουδέποτε”. Η επιλογή του χώρου του Ιερού Ναού της Φανερωμένης δεν ήταν τυχαία. Η Φανερωμένη ήταν ήδη κέντρο θρησκευτικών και εθνικών δραστηριοτήτων των Κυπρίων. Μιλώντας από τον δεσποτικό θρόνο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ σε όλο αυτό το πλήθος, είπε και τα ακόλουθα, καλώντας τον κόσμο να ορκιστεί μαζί του:
«Κύπριοι αδελφοί, στώμεν καλώς. Ουδείς ας ορρωδήση. Ουδείς ας προδώση τας αρχάς και τας πεποιθήσεις του. Είμεθα Έλληνες και μετά των Ελλήνων επιθυμούμεν να ζήσωμεν.
Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους, ας δώσωμεν σήμερον τον άγιον Όρκον. Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν μας αίτημα. Άνευ υποχωρήσεων. Άνευ παραχωρήσεων. Άνευ συναλλαγών. Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας υπεράνω των μικρών και εφημέρων κωλυμάτων, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες τέρμα, την Ένωσιν και μόνον την Ένωσιν». Μετά τον όρκο, τα πλήθη έψαλαν όλα μαζί τον Εθνικό Ύμνο και διαλύθηκαν ειρηνικά.
Η αποστροφή αυτού του μέρους της ομιλίας του Μακαρίου ονομάστηκε “Όρκος της Φανερωμένης”. Ο ‘Όρκος” δεν ήταν μόνο η υπόσχεση ενός ηγέτη, αλλά ήταν και το αίτημα ενός ολόκληρου λαού για αυτοδιάθεση-ένωση με την Ελλάδα. Αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός στη νεότερη ιστορία της Κύπρου και συνδέεται άμεσα με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ, ενώ είχε μεγάλη συμβολική και πρακτική σημασία, καθώς αποτέλεσε την αρχή της οργανωμένης προετοιμασίας για τον αγώνα της ΕΟΚΑ, ο οποίος ξεκίνησε επίσημα την 1η Απριλίου 1955. Ο Μακάριος, ως θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κινητοποίηση του κυπριακού λαού και στην κατεύθυνση του αγώνα. Πολλοί από τους παρόντες στον Όρκο της Φανερωμένης τον επόμενο χρόνο στελέχωσαν τις τάξεις της ΕΟΚΑ.