Ο Thomas Stearns Eliot (1888-1965) ήταν Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1948, «για την εξαιρετική, πρωτοποριακή προσφορά του στη σημερινή ποίηση». Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το «Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ» (1915), το οποίο τη στιγμή της δημοσίευσής του θεωρήθηκε παράξενο, η «Έρημη Χώρα» (1922), οι «Κούφιοι Άνθρωποι (1925) τα «Τέσσερα κουαρτέτα» (1943) και τα θεατρικά έργα «Φονικό στην Εκκλησιά» (1935) και «Κοκτέιλ Πάρτι» (1949).

Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ γεννημένος στο St. Louis, Missouri των Η.Π.Α το 1888, άρχισε να γράφει ποίηση όταν ήταν μόλις 14 ετών. Ο Έλιοτ έζησε εκεί τα πρώτα 16 χρόνια της ζωής του και αφού έφυγε από το σχολείο το 1905, επισκεπτόταν το  St. Louis μόνο για διακοπές.

Το πρώτο του δημοσιευμένο ποίημα ήταν το «A Fable For Feasters», το οποίο γράφτηκε ως σχολική άσκηση και δημοσιεύτηκε στο Smith Academy Record τον Φεβρουάριο του 1905. Δημοσίευσε τρία διηγήματα το 1905, τα «Birds of Prey», «A Tale of a Whale» και «The Man Who Was King».

Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ από το 1906 έως το 1909, Αγγλική Φιλολογία και αφού εργάστηκε ως βοηθός φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ από το 1909 έως το 1910, ο Έλιοτ μετακόμισε στο Παρίσι όπου, από το 1910 έως το 1911, σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη. Από το 1911 έως το 1914, επέστρεψε στο Χάρβαρντ μελετώντας ινδική φιλοσοφία και σανσκριτικά. Το πρώτο σημαντικό του ποίημα, που θεωρείται η απαρχή της μοντέρνας ποίησης, ήταν το «Ερωτικό τραγούδι του Τζέι Άλφρεντ Προύφροκ» (1915).

Ο Έλιοτ εργάστηκε ως δάσκαλος για πολλά χρόνια, κυρίως στο Highgate School του Λονδίνου, όπου δίδασκε γαλλικά και λατινικά. Για να κερδίζει επιπλέον χρήματα, έγραφε κριτικές βιβλίων και έδωσε διαλέξεις σε βραδινά μαθήματα επέκτασης στο University College του Λονδίνου και της Οξφόρδης. Το 1917 άλλαξε πορεία και έγινε τραπεζίτης στη Lloyds Bank του Λονδίνο, δουλεύοντας σε ξένους λογαριασμούς. Ενώ εργαζόταν εκεί έγραψε το «Έρημη Χώρα» (1922) που θεωρείται ευρέως ως ένα από τα καλύτερα επιτεύγματα στην ποίηση του 20ου αιώνα. Την ίδια χρονιά ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό The Criterion, δημοσιεύοντας το έργο της Virginia Woolf, W.B. Yeats και Marcel Proust. Το 1925 εντάχθηκε στον εκδοτικό οίκο Faber & Faber ως επιμελητής εκδόσεων, όπου και παράμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ του πρόσφερε θέση εργασίας για το ακαδημαϊκό έτος 1932-1933, τη δέχτηκε και άφησε πίσω την Αγγλία. 

Σε ένα ταξίδι στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1920 με τον καλλιτέχνη Percy Wyndham Lewis (1882-1957), γνώρισε τον συγγραφέα Τζέιμς Τζόυς. Ο Έλιοτ είπε ότι έβρισκε τον Τζόυς αλαζονικό και ο Τζόυς αμφέβαλλε για την ικανότητα του Έλιοτ ως ποιητή εκείνη την εποχή, αλλά οι δύο συγγραφείς έγιναν σύντομα φίλοι, με τον Έλιοτ να επισκέπτεται τον Τζόις όποτε ήταν στο Παρίσι. Επίσης, ο Έλιοτ και ο Wyndham Lewis, ο λογοτέχνης και ζωγράφος,  διατήρησαν στενή φιλία, με αποτέλεσμα ο Lewis να φτιάξει αργότερα το γνωστό του πορτρέτο του Έλιοτ το 1938. Δες το πορτρέτο πιο κάτω:

Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, ο Έλιοτ παντρεύτηκε δύο φορές και δεν είχε παιδιά με καμία από τις συζύγους του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με προβλήματα υγείας, ο Έλιοτ εργαζόταν ως συντάκτης στο Wesleyan University Press, στο Middletown, Connecticut  αναζητώντας νέους ποιητές στην Ευρώπη για δημοσίευση.

Ο Έλιοτ πέθανε από εμφύσημα στο σπίτι του στο Κένσινγκτον στο Λονδίνο, στις 4 Ιανουαρίου 1965. Σύμφωνα με τις επιθυμίες του, οι στάχτες του μεταφέρθηκαν στην εκκλησία St Michael and All Angels’ Church στο χωριό East Coker, της Αγγλίας. Μια πλάκα τοίχου στην εκκλησία τον τιμά τη μνήμη του με ένα απόσπασμα από ένα από τα ποιήματα στο «Τέσσερα κουαρτέτα» (1943) με τίτλο East Coker “In my begin is my end. In my end is my start’’ (ελλην.”Στην αρχή μου είναι το τέλος μου. Στο τέλος μου είναι η αρχή μου”). Ενώ το 1967, στη δεύτερη επέτειο από τον θάνατό του, ο Έλιοτ τιμήθηκε με την τοποθέτηση μιας μεγάλης πέτρας στο πάτωμα του Poets’ Corner στο Αββαείο του Ουέστμινστερ του Λονδίνου. 

Ο Τ.Σ. Έλιοτ θεωρούσε το ποιητικό του έργο «Τέσσερα κουαρτέτα» το καλύτερο επίτευγμα του. Διάβασε απόσπασμα πιο κάτω:  

Στην αρχή μου είναι το τέλος μου.

Διαδοχικά
Σπίτια υψώνονται και πέφτουν, καταρρέουν, εκτείνονται,
Μετακινούνται, καταστρέφονται, αποκαθίστανται, ή στη θέση τους
Ένα ανοιχτό χωράφι, ή ένα εργοστάσιο, ή ένας δρόμος παρακαμπτήριος.
Πέτρα παλιά σε νέο κτίριο, ξύλο παλιό σε νέες φωτιές,
Παλιές φωτιές σε στάχτες, και στάχτες στο έδαφος
Που είναι ήδη σάρκα, τρίχωμα και κόπρανα,
Οστά ανθρώπου και θηρίου, καλαμποκάλαμο και φύλλο.
Σπίτια ζουν και πεθαίνουν: υπάρχει ένας χρόνος για οικοδόμηση
Και ένας χρόνος για ζωή και για γενιά
Και ένας χρόνος για τον άνεμο να σπάσει το χαλαρωμέν τζάμι
Να τραντάξει το σοβατεπί όπου καλπάζει ο αρουραίος
Να τραντάξει τον κουρελιασμένο τάπητα του τοίχου που
υφάνθηκε μ’ ένα σιωπηλό ρητό.

Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ (Μετάφραση: Τάκης Κουφόπουλος: Ανοικτή Βιβλιοθήκη)