Ο Αλέξανδρος (Αλέκος) Παναγούλης υπήρξε μια εμβληματική φυσιογνωμία της αντίστασης κατά της χούντας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα (1967-1974). Ήταν αγωνιστής για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ποιητής και πολιτικός, που έμεινε στην ιστορία τόσο για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου, όσο και για τρόπο με τον οποίο έφυγε από τη ζωή.
Γεννήθηκε στη Γλυφάδα στις 2 Ιουλίου 1939 σε μια οικογένεια με πατριωτικές και στρατιωτικές παραδόσεις. Ο πατέρας του Βασίλειος Παναγούλης ήταν αξιωματικός του στρατού. Αδέλφια του ήταν ο Γεώργιος και ο Στάθης Παναγούλης. Ο Γεώργιος Παναγούλης ήταν υπολοχαγός των ΛΟΚ και με την έλευση της δικτατορίας κατέφυγε στο Ισραήλ. Εκεί συνελήφθη κι εκδόθηκε στην Ελλάδα, αλλά στη διάρκεια της μεταφοράς του χάθηκαν τα ίχνη του κι έκτοτε θεωρείται αγνοούμενος. Ο Στάθης Παναγούλης υπήρξε βουλευτής κατά τη μεταπολίτευση, πρώτα του ΠΑΣΟΚ και μετά του ΚΚΕ ως συνεργαζόμενος.
Ο Αλέξανδρος, από νεαρή ηλικία, έδειξε ενδιαφέρον για την πολιτική και την ελευθερία, ενταγμένος στο φοιτητικό κίνημα κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πολυτεχνείο, όπου σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Ήταν ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος, δραστηριοποιημένος στην ΟΝΕΚ (Νεολαία Ένωσης Κέντρου) και αργότερα στην ΕΔΗΝ, στην οποία μετεξελίχθηκε η ΟΝΕΚ.
Η δικτατορία των Συνταγματαρχών βρήκε τον Παναγούλη να υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία. Πολύ σύντομα, και θέλοντας να συμβάλει στην ανατροπή της χούντας, λιποτάκτησε και άρχισε την αντιδικτατορική του δράση. Ήταν ο αρχηγός των οργανώσεων “Εθνική Αντίσταση” και “Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ ΛΑΟΣ”. Μετά τη λιποταξία του κατέφυγε κρυφά στην Κύπρο, προσπαθώντας να οργανώσει αντίσταση από εκεί και να βρει οπλισμό.
Στην Κύπρο ο Γιωρκάτζης, που ήταν πανίσχυρος και έλεγχε την αστυνομία, εντόπισε τον Παναγούλη αλλά δεν τον συνέλαβε. Αντίθετα τον παρακολουθούσε η ΚΥΠ κι έλεγχε κάθε του κίνηση. Όταν κάποια στιγμή ο Παναγούλης αποφάσισε να φύγει από την Κύπρο, ο Λυσσαρίδης αποτάθηκε στον Μακάριο για να τον βοηθήσει και να του δώσει άσυλο. Ο Μακάριος όμως, θέλοντας να μην έχει προβλήματα με τη Χούντα με την παραμονή του Παναγούλη στην Κύπρο, έδωσε την συγκατάθεσή του να του δοθεί διαβατήριο και τον παρέπεμψε στον Γιωρκάτζη για να του το εκδόσει. Το όνομα στο διαβατήριο ήταν Μάριος Αντρέου και με αυτό ταξίδευε μέχρι τη σύλληψή του. Όταν εμφανίστηκε ο Παναγούλης στον Γιωρκάτζη, είχε τον φόβο μέσα του ότι θα τον συλλάμβανε και θα τον παρέδιδε στη Χούντα. Όμως ο Γιωρκάτζης όχι μόνο δεν έκανε αυτό, αλλά έδειχνε να κατανοούσε τον Παναγούλη και τον αγώνα του και αποφάσισε να τον βοηθήσει. Ύστερα από ένα ταξίδι του Παναγούλη στη Ρώμη και μετά στο Παρίσι, συναντήθηκε με τον Γιωρκάτζη και συμφωνήθηκε να αναλάβει ο Γιωρκάτζης αρχηγός της οργάνωσης “Ελληνική Αντίσταση” με το ψευδώνυμο Ακρίτας, υποσχόμενος οικονομική βοήθεια και βοήθεια σε οπλισμό. Έτσι κι έγινε. Μέσα του 1968 ο Παναγούλης επέστρεψε στην Κύπρο και άνθρωποι του Γιωρκάτζη ανάλαβαν να τον εκπαιδεύσουν στρατιωτικά (κατά άλλους τον Παναγούλη τον εκπαίδευσαν στρατιωτικά άντρες του Λυσσαρίδη) και να τον εφοδιάσουν με οπλισμό. Ο Γιωρκάτζης ανέλαβε να στείλει αυτόν τον οπλισμό στην Αθήνα μέσω του διπλωματικού σάκου της Κυπριακής Πρεσβείας, επειδή ο διπλωματικός σάκος δεν ελέγχεται από το τελωνείο. Στην Κύπρο ο Παναγούλης και οι συνεργάτες του αποφάσισαν να κάνουν ένα μεγάλο χτύπημα κατά της χούντας: Να σκοτώσουν τον Παπαδόπουλο.
Έτσι τις 13 Αυγούστου 1968, αφού ο Παναγούλης είχε επιστρέψει στην Αθήνα και παρέλαβε τον οπλισμό που έστειλε ο Γιωρκάτζης, πραγματοποίησε μια από τις πιο ηρωικές ενέργειες της αντίστασης, όταν έκανε απόπειρα να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η απόπειρα οργανώθηκε με προσεκτική στρατηγική, καθώς τοποθέτησε εκρηκτικό μηχανισμό στο δρόμο που θα περνούσε η αυτοκινητοπομπή του Παπαδόπουλου. Αν και η βόμβα εξερράγη, δεν πέτυχε τον στόχο της για μερικά δευτερόλεπτα πρόωρης έκρηξης. Ο Παπαδόπουλος γλίτωσε και ο Παναγούλης συνελήφθη λίγο αργότερα, κρυβόμενος με μαγιό στα βράχια του παραλιακού δρόμου όπου έγινε η απόπειρα.
Μετά τη σύλληψή του, ο Παναγούλης δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Στη διάρκεια των ανακρίσεων αποκαλύφθηκε η βοήθεια που είχε από τον Γιωρκάτζη. Παρ’ όλο που ο Γιωρκάτζης σε συνάντησή του με τον Κληρίδη αρνήθηκε όσα του καταμαρτυρούσαν, τελικά υπόβαλε την παραίτησή του στον Μακάριο με την αιτιολογία ότι δεν ήθελε να είναι η αιτία να διασαλευθούν οι σχέσεις της ελληνικής με την κυπριακή κυβέρνηση. Ωστόσο ο ίδιος ο Γιωρκάτζης ήταν πικραμένος από τον Μακάριο, επειδή ανέμενε περισσότερη υποστήριξη και στήριξη από τον Κύπριο πρόεδρο. Την ίδια πικρία είχαν και οι οπαδοί του, που στην πλειοψηφία τους υποστήριζαν το Μακάριο, δημιουργώντας ένα ρήγμα μεταξύ των δύο ανδρών και των υποστηρικτών τους.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ο Παναγούλης υπέστη σκληρά βασανιστήρια, τα οποία ο ίδιος κατέγραψε αργότερα, προσθέτοντας στη φήμη του ως αγωνιστή και μάρτυρα της δημοκρατίας. Παρά την καταδίκη του, η ποινή του δεν εκτελέστηκε ποτέ λόγω διεθνών πιέσεων και κατακραυγής. Το 1973, ο Παναγούλης δραπέτευσε και κατέφυγε στην Ιταλία.
Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, ο Παναγούλης επέστρεψε στην Ελλάδα και συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας. Εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις στις εκλογές του 1974. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, συνέχισε να πολεμά κατά της ατιμωρησίας των χουντικών, προσπαθώντας να αποκαλύψει εγκλήματα και στοιχεία για τις σκοτεινές διαδρομές του δικτατορικού καθεστώτος.
Όμως την 1η Μαΐου 1976 σημειώθηκε ένα παράξενο τροχαίο δυστύχημα στην οδό Βουλιαγμένης στην Αθήνα, υπό συνθήκες που πολλοί θεωρούν ύποπτες, κατά το οποίο σκοτώθηκε ο Παναγούλης. Λόγω της πολιτικής του δράσης και της εμπλοκής του στην αποκάλυψη απόρρητων εγγράφων της Χούντας, αρκετοί υποστηρίζουν ότι η σύγκρουση ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας. Ωστόσο, το τροχαίο επίσημα καταγράφηκε ως ατύχημα, αλλά μέχρι σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται τουλάχιστον ύποπτο ατύχημα. Ήταν και είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν ότι ο Παναγούλης δολοφονήθηκε για τη δράση του.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης άφησε πίσω του δυο ποιητικές συλλογές, που τις έγραψε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. Οι συλλογές αυτές είχαν τους τίτλους “Άλλοι θ’ ακολουθήσουν” και “Μέσα από τη φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα”. Η πρώτη συλλογή τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο του Βιαρέτζο και η δεύτερη με το Λογοτεχνικό Βραβείο της Αντιφασιστικής Αντίστασης στην Ιταλία. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως όταν ήταν στη φυλακή και δεν του έδιναν χαρτί και στυλό για να γράφει ποιήματα, αυτός τα έγραφε στους τοίχους της φυλακής με το αίμα του. Στα ποιήματά του αναφέρεται στον πόνο και τις κακουχίες που βίωσε στη φυλακή, αλλά και στην αφοσίωσή του στις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Η προσωπικότητά του ενέπνευσε την Οριάνα Φαλάτσι, διάσημη Ιταλίδα δημοσιογράφο, που τον γνώρισε προσωπικά και έγραψε για τη ζωή και τον αγώνα του. Μάλιστα σε μια συνέντευξη του μαζί της, όταν τον ρώτησε για την απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου της απάντησε: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο». Στη συνέχεια η σχέση τους έγινε προσωπική και ιδιαίτερη, προσθέτοντας έναν ακόμη σημαντικό κρίκο στην ήδη πολυσχιδή ζωή του Παναγούλη.
Ο Παναγούλης παραμένει ως σήμερα σύμβολο αντίστασης κατά της τυραννίας και της αδικίας. Αν και ο θάνατός του στέρησε από την Ελλάδα έναν δυναμικό πολιτικό, η μνήμη του συνεχίζει να εμπνέει γενιές που παλεύουν για ελευθερία και δικαιοσύνη.
Πηγές:
- Γλαύκου Κληρίδη: Η Κατάθεσή μου, 2ος τόμος, σελ. 274-275
- papademetris.net
- Διάφορα έγγραφα και μαρτυρίες που αφορούν τη σχέση του Παναγούλη με την κυπριακή αντίσταση και τη συνεργασία του με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη.
Αλέξανδρος (Αλέκος) Παναγούλης: Ποιητής, Πολιτικός και Αγωνιστής για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα