Μετά τα γεγονότα του 1963 στην Κύπρο και τα Μαύρα Χριστούγεννα, η κατάσταση ήταν πολύ έκρυθμη. Να θυμίσουμε ότι είχαν προηγηθεί η κατάθεση των 13 σημείων του Μακαρίου για την αναθεώρηση του συντάγματος, τα οποία η τουρκοκυπριακή κοινότητα απέρριψε, η δημιουργία της πράσινης γραμμής και η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το κράτος και ο αυτοεγκλεισμός τους στους τουρκικούς θύλακες. Μετά από όλα αυτά, η Τουρκία σε κάθε ευκαιρία απειλούσε την Κύπρο με εισβολή. Από την άλλη η Κύπρος δεν είχε δικό της στρατό να την υπερασπιστεί, παρά μόνο τους 950 στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, που στάθμευαν στο νησί με τους 650 στρατιώτες της ΤΟΥΡΔΥΚ, με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου.

Για τον λόγο αυτόν, δηλαδή για να αντικόψει μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να αποσταλεί κρυφά στο νησί μια μεραρχία από την Ελλάδα με δύναμη 8.500 άντρες. Η μεραρχία αποτελόταν από 3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων. Την υλοποίηση της απόφασης αυτής ανέλαβε ο τότε Υπουργός Εθνικής Άμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς. Η αποστολή της μεραρχίας αποφασίστηκε τον Μάρτιο του 1964 και άρχισε να υλοποιείται άμεσα, ενώ ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Παράλληλα με τη μεραρχία αύξησε και η ΕΛΔΥΚ τη δύναμή της στους 1200 άντρες, αντί 950 που προέβλεπε η συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου.

Ωστόσο η μυστική αποστολή της μεραρχίας φαίνεται ότι δεν ήταν και τόσο μυστική. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία γνώριζαν για την απόφαση, αλλά στο παρασκήνιο την ευνοούσαν, γιατί πίστευαν ότι θα ήταν αποτρεπτικός παράγοντας στο να εισβάλουν οι Τούρκοι στην Κύπρο και να προκαλέσουν συγκρούσεις μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, αποδυναμώνοντας την ΝοτιοΑνατολική πτέρυγα του Νάτο. Από την άλλη διευκόλυνε και την Τουρκία η μυστικότητα, γιατί δεν θα αναγκαζόταν κάτω από το βάρος εθνικιστικών πιέσεων στο εσωτερικό της να αντιδράσει στρατιωτικά. Έτσι, δημοσίως ήταν μυστική η αποστολή της μεραρχίας στην Κύπρο, αλλά παρασκηνιακά αυτοί που έπρεπε να έχουν γνώση, το γνώριζαν. Ακόμα, οι ΗΠΑ με την αποστολή της μεραρχίας, εκτός από την αποτροπή τουρκικής εισβολής, πίστευαν αφ’ ενός ότι έτσι θα επιτυγχανόταν καλύτερα ο έλεγχος του Μακαρίου και θα αντιμετωπίζονταν ευκολότερα τυχόν ανοίγματά του προς τη Σοβιετική Ένωση και αφ’ ετέρου θα ήταν ευκολότερη η επιβολή μιας νοτοϊκής λύσης στο κυπριακό.

Στη διάρκεια του 1964 έλαβαν χώραν πολλά γεγονότα, που δεν είναι της παρούσας να τα αναπτύξουμε. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για άφιξη στο νησί ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, την ίδρυση της Εθνικής Φρουράς, τις μάχες στην Τυλληρία με τους βομβαρδισμούς της τουρκικής αεροπορίας με βόμβες ναπάλμ, την εκπόνηση του Σχεδίου Άτσεσον για τη λύση του κυπριακού, που απορρίφθηκε, κ.ά.

Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το 1967, υπήρχε στην Κύπρο μια “ανήσυχη ηρεμία”. Σποραδικά γίνονταν κάποιες συγκρούσεις και κάποια επεισόδια, που όμως ήταν μεμονωμένα και δεν μπορούσαν να προκαλέσουν μεγαλύτερη σύρραξη ούτε να δικαιολογήσουν μια ενδεχόμενη τουρκική εισβολή. Και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι παράλληλα εξοπλίζονταν, εκπαιδεύονταν και ετοιμάζονταν ώστε σε περίπτωση συγκρούσεων να μπορούν να αντιδράσουν.

Και φτάνουμε στο 1967, που βρίσκει την Ελλάδα με τη χουντική κυβέρνηση, η οποία προσπαθούσε να εδραιωθεί στην εξουσία. Παρ’ όλο που το νέο ελληνικό καθεστώς είχε πατριωτική ρητορική, στην πορεία άφησε εντελώς ακάλυπτη την Κύπρο στρατιωτικά.

Τα μικροεπεισόδια του χρόνου που μεσολάβησε έδωσαν τη θέση τους σε ένα σοβαρό επεισόδιο στην Κοφίνου το Νοέμβριο του 1967, που έμελλε να είναι το τέλος της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο, αλλά και η απαρχή για ό,τι θα ακολουθούσε το 1974.

Στην Κοφίνου, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι και ανήκαν στην εξτρεμιστική οργάνωση ΤΜΤ. Αυτοί έστηναν ενέδρα και απέκοπταν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων από τη Λευκωσία προς Λεμεσό και αντίστροφα, αφού η Κοφίνου βρισκόταν επί του κύριου οδικού άξονα. Έτσι, η κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε να επιστρατεύσει τον Γρίβα, που ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός ηγέτης της ελληνοκυπριακής πλευράς, για να τους αφοπλίσει και να απελευθερώσει τον δρόμο. Επακολούθησαν σφοδρές συγκρούσεις τόσο στην Κοφίνου όσο και στο παρακείμενο χωριό Άγιος Θεόδωρος, όπου επίσης κατοικούσε μεγάλος αριθμός Τουρκοκύπριων ενόπλων. Ο απολογισμός των συγκρούσεων ήταν τραγικός για τους Τουρκοκύπριους. Σκοτώθηκαν συνολικά 24 Τουρκοκύπριοι, 9 τραυματίστηκαν ενώ πάνω από 1.000 έμειναν άστεγοι. Από ελληνικής πλευράς σκοτώθηκε ένας στρατιώτης. Η Τουρκία τότε αντέδρασε άμεσα, απειλώντας με στρατιωτική επέμβαση και ο ΟΗΕ ζήτησε από την Λευκωσία να σταματήσει αμέσως τις επιχειρήσεις. Έτσι οι ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στις αρχικές τους θέσεις.

Οι ΗΠΑ, προκειμένου να αποτρέψουν μια ελληνοτουρκική σύρραξη, ανέλαβαν να μεσολαβήσουν μεταξύ των δύο χωρών, αποστέλλοντας τον Υφυπουργό Άμυνας Σάυρους Βανς στην Αθήνα και την Άγκυρα, προκειμένου να βρεθεί μια λύση, που θα απέτρεπε την Τουρκία να πραγματοποιήσει τις απειλές της. Τότε η Τουρκία έβαλε στην Ελλάδα 3 όρους: 1. Να αποχωρήσει η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, 2. Να ανακληθεί στην Αθήνα ο Γρίβας και 3. Να διαλυθεί η Εθνική Φρουρά. Και απειλούσε ότι αν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματά της θα προχωρούσε σε επέμβαση στην Κύπρο.

Ο Υπουργός Εξωτερικών της Χούντας Παναγιώτης Πιπινέλης, έκανε αμέσως δεκτά τα αιτήματα των Τούρκων, γιατί τότε η Χούντα ήθελε να εδραιωθεί στην εξουσία και δεν ήθελε να ανοίξει μέτωπο ούτε με την Τουρκία ούτε με την Αμερική, της οποίας επιζητούσε την αποδοχή της. Έτσι, στις 19 Νοεμβρίου ο Γρίβας έμπαινε στο αεροπλάνο για την Αθήνα, ενώ σχεδόν αμέσως άρχισε και η ανάκληση της μεραρχίας.

Ο μόνος όρος που δεν εφαρμόστηκε, αν και τον έκανε δεκτό η Χούντα, ήταν η διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Κι αυτό γιατί έστησε πόδι ο Μακάριος και δεν τον δεχόταν με τίποτα.

Έτσι, μετά από 3 χρόνια, και χωρίς ουσιαστικά να προσφέρει κάτι στον αγώνα των Ελληνοκυπρίων, η μεραρχία έφυγε από την Κύπρο και το νησί έμεινε πάλι ανοχύρωτο στις ορέξεις των Τούρκων, με τα γνωστά αποτελέσματα της εισβολής του 1974, εφτά χρόνια μετά…