Οι Έλληνες του Πόντου ζούσαν στην περιοχή του Πόντου, βόρεια της Μικράς Ασίας. Ήταν ένα εκλεκτό τμήμα του ελληνισμού και παρά το ότι ζούσαν μακριά και ήταν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό, και παρά το ότι ήταν μειονότητα (περίπου 40% του πληθυσμού), κυριάρχησαν στην οικονομική και πνευματική ζωή της περιοχής και στα αστικά κέντρα. Η οικονομική και πνευματική τους κυριαρχία επέφερε και σημαντική αύξηση του πληθυσμού τους σταδιακά, φτάνοντας στις αρχές του 20ού αιώνα τις 700,000 από 260,000 στα μέσα του 19ου αιώνα. Τότε υπήρχαν περίπου 100 σχολεία, ενώ στις αρχές του 1900 έφτασαν τα 1400 σχολεία. Επίσης είχαν πολλά τυπογραφεία που εξέδιδαν εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία. Η πνευματική τους ζωή εμπλουτιζόταν επίσης με θέατρα και λογοτεχνικές λέσχες.
Η πρώτη φάση του διωγμού τους άρχισε στις αρχές του 1900, μετά την τουρκική ήττα κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Οι Τούρκοι θεώρησαν υπεύθυνους για την ήττα αυτή τους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Έτσι, οι στρατολογημένοι Έλληνες Πόντιοι εξαναγκάστηκαν να στρατολογηθούν στα τάγματα εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού), όπου υφίσταντο κάθε είδους εξευτελισμούς και καταναγκαστικά έργα. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία, διάνοιξη δρόμων κι έκαναν κάθε είδους βαριά χειρωνακτική εργασία κάτω από άθλιες συνθήκες, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθάνουν από τις κακουχίες. Ακόμα, σημειώθηκαν εξισλαμισμοί γυναικών με τη βία. Επίσης πολλοί Πόντιοι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και να εκτοπιστούν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας.
Η δεύτερη φάση του διωγμού άρχισε το 1915 και κορυφώθηκε τον Δεκέμβριο του 1916, όταν εκδόθηκε διάταγμα που επέβαλλε την εξορία όλων των αντρών από 18 έως 40 ετών καθώς και τη μεταφορά των γυναικοπαίδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι Πόντιοι της περιοχής της Τραπεζούντας, λόγω του ότι η περιοχή αυτή τον Απρίλιο του 1916 είχε καταληφθεί από τους Ρώσους. Όμως η επικράτηση των μπολσεβίκων έναν χρόνο μετά και η αποχώρησή τους από την περιοχή, τους άφησε απροστάτευτους, με αποτέλεσμα να γίνουν έρμαιο στα χέρια των Τσετών (άτακτοι Τούρκοι), υφιστάμενοι όλων των ειδών τις βιαιοπραγίες.
Η τρίτη και τελική φάση της γενοκτονίας έγινε το 1919, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα εξαπολύοντας την πιο άγρια επίθεση εναντίον τους, κάτω από την καθοδήγηση Γερμανών και Σοβιετικών συμβούλων. Δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση και λόγω απόστασης και λόγω της κατάστασης στο εσωτερικό της χώρας δεν μπόρεσε να τους βοηθήσει, παρά τις κάποιες προσπάθειες, κυρίως της κυβέρνησης Βενιζέλου. Αποτέλεσμα, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή να εξοντωθούν πάνω από 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό σε 350.000. Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν, κατέφυγαν ως πρόσφυγες άλλοι στα νότια της Ρωσίας και άλλοι στη Βόρειο Ελλάδα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1994, η Ελληνική Βουλή ανακήρυξε την 19η Μαίου ως “Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία στο Μικρασιατικό Πόντο”, ενώ τον Δεκέμβριο του 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών, αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Φυσικά η Τουρκία δεν παραδέχεται τη γενοκτονία, όπως πράττει και με τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Αποδίδει τους θανάτους των Ποντίων σε απώλειες πολέμου, σε λοιμούς και σε ασθένειες και δεν παραδέχεται την ύπαρξη συστηματικής καταδίωξης τους.
Η Γενοκτονία αναγνωρίζεται από 4 κράτη, την Ελλάδα, την Ολλανδία, την Αρμενία και τη Σουηδία.