Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και η Ευανθία δούλευε ως αργά στο αρτοποιείο όπου δούλευε τα τελευταία πέντε χρόνια. Από τότε που ο σύζυγός της την εγκατέλειψε, όλο το οικονομικό βάρος για την ανατροφή του δεκάχρονου παιδιού της έπεσε επάνω της. Την ημέρα των Χριστουγέννων πάντα δούλευε. Ήλπιζε αυτά τα Χριστούγεννα να της έδινε άδεια το αφεντικό της ώστε να τα περάσει ευχάριστα με τον γιο της. Το αφεντικό της την εκμεταλλευόταν και δούλευε επιπλέον ώρες δίχως να πληρώνεται γι’ αυτές.
«Ευανθία, βγάλε τους κουραμπιέδες από τον φούρνο και έλα να σου πω κάτι» την πρόσταξε.
Έβγαλε το ταψί από τον φούρνο και τον πλησίασε.
«Όπως πάντα τα Χριστούγεννα κάνω τραπέζι στο σπίτι μου, έτσι το μαγαζί θα πρέπει να το δουλέψεις εσύ».
Αυτό που φοβόταν η Ευανθία έγινε. Πάλι θα απογοήτευε τον γιο της.
«Μα αφεντικό, σε παρακαλώ. Θέλω αυτά τα Χριστούγεννα να τα περάσω με το παιδί μου ευχάριστα» τον παρακάλεσε γεμάτη ελπίδα η κακόμοιρη γυναίκα.
«Φέρε τον εδώ μαζί σου, ως συνήθως, και μια χαρά θα είστε» της απάντησε χωρίς κανένα ίχνος συμπόνιας.
Η Ευανθία δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τις οδηγίες του αφεντικού της. Ποτέ δεν πήρε άδεια τις ημέρες των γιορτών. Ο μικρός Κωστάκης καθόταν σε μια καρέκλα πίσω από το ταμείο, και έβλεπε τη μητέρα του να πουλάει τα είδη του αρτοποιείου. Σχόλαγε κουρασμένη, αγόραζε κάτι πρόχειρο για να φάνε, επέστρεφαν στο σπίτι τους και έτρωγαν βλέποντας στην τηλεόραση τα γιορτινά προγράμματα.
Ο Κωστάκης δεν αισθάνθηκε ποτέ τη ζεστασιά των Χριστουγέννων όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Η Ευανθία ποτέ δεν στόλιζε το σπιτικό τους γιατί δεν μπορούσε να του προσφέρει τα «Χριστούγεννα» που αξίζουν σε κάθε παιδί αυτού του κόσμου. Δεν ξυπνούσε με την ανυπομονησία να βρει τα δώρα κάτω από το στολισμένο δέντρο, ούτε γεύτηκε ποτέ ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα με την οικογένειά του.
«Μαμά, φέτος θα μου φέρει δώρο ο Άγιος Βασίλης;» την ρώτησε ο Κωστάκης μόλις ήρθε σπίτι και συνέχισε «Αν μου φέρει θέλω ένα ποδήλατο».
«Δεν γνωρίζω αγάπη μου» του απάντησε στεναχωρημένη.
Δεν ήθελε να τον απογοητεύσει και πάλι αλλά ήξερε πολύ καλά το ποδήλατο ήταν κάτι που δεν μπορούσε να του το αγοράσει αυτή τη στιγμή. Προείχαν άλλα έξοδα, είχε να πληρώσει το ενοίκιο και τους λογαριασμούς. Πόσα να προλάβει μία γυναίκα μόνη!
Το επόμενο πρωί πριν πάει στη δουλειά, χτύπησε την πόρτα της αγαπημένης της γειτόνισσας, της κυρίας Μαρίκας. Η κυρία Μαρίκα ήταν αυτή που πρόσεχε τον Κωστάκη όταν ήταν μικρός. Σε μεγάλη ηλικία πια, η Ευανθία δεν ήθελε να την κουράζει πλέον έτσι ο Κωστάκης περνούσε τα περισσότερα απογεύματα μόνος στο σπίτι. Εκείνη όμως πάντα εύρισκε ευκαιρίες να τον καλεί να της κάνει συντροφιά. Έτσι η Ευανθία για να την ευχαριστήσει της έφερνε κάθε μέρα ψωμί από το αρτοποιείο.
«Πώς είσαι κούκλα μου;» τη ρώτησε η Μαρίκα μόλις την είδε στην εξώπορτα.
«Δεν είμαι και πολύ καλά. Θα δουλέψω πάλι τα Χριστούγεννα. Εσύ πώς είσαι;»
«Καλά είμαι. Μην ανησυχείς για μένα. Θα είναι χαρά μου να έχω τον Κωστάκη μαζί μου τα Χριστούγεννα. Θα έρθει και η κόρη μου με τον σύζυγό της. Θα περάσουμε χάρμα!»
Η Ευανθία ντρεπόταν να αφήσει τον γιο της σε ξένη γυναίκα χριστουγεννιάτικα αλλά αυτή επέμενε πολύ. Η Μαρίκα της στάθηκε σαν μάνα και είχε τον Κωστάκη σαν εγγονό της, οι φορές που τον τάισε και τον πρόσεξε ήταν αμέτρητες. Η Ευανθία δεν γνώριζε αν ποτέ θα μπορούσε να της ξεπληρώσει την βοήθεια που της προσέφερε.
Η ημέρα των Χριστουγέννων ήρθε, η Ευανθία εξυπηρετούσε πελάτες στο αρτοποιείο, αν και το μυαλό της ήταν στο παιδί της. Σίγουρα θα περνούσε καλύτερα παρά να ήταν στο αρτοποιείο. Το αφεντικό της ήρθε μονάχα λίγο πριν κλείσει το μαγαζί για να αδειάσει το ταμείο. Ούτε φιλοδώρημα δεν της έδωσε για τις γιορτές.
Μόλις σχόλασε, η Ευανθία κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Μαρίκας για να πάρει το παιδί της. Δεν απαντούσε κανείς, έτσι υπέθεσε ότι θα βρίσκονταν στο δικό της σπίτι, εφόσον η κυρία Μαρίκα είχε αντικλείδι.
Με μεγάλη της έκπληξη μόλις μπήκε μέσα αντίκρισε το σαλόνι της αλλιώτικο! Είχε ένα στολισμένο δέντρο με πολλές κατακόκκινες μπάλες και δώρα από κάτω. Καθώς επάνω στο τραπέζι υπήρχαν πιάτα με χριστουγεννιάτικα εδέσματα. Ο Κωστάκης μόλις είδε τη μαμά του έτρεξε καταπάνω της.
«Καλά Χριστούγεννα» της ευχήθηκαν με μια φωνή, ο γιος της, η Μαρίκα, η κόρη της και ο σύζυγος της.
Η Ευανθία έκλαιγε από συγκίνηση καθώς το σπιτικό τους μύριζε «Χριστούγεννα» μετά από πολλά χρόνια.
«Αυτό είναι δώρο από τη κοινότητά μας», της είπε η κυρία Μαρίκα και της έδωσε ένα φάκελο.
Η Ευανθία τον άνοιξε και μέσα υπήρχαν χαρτονομίσματα που θα ήταν αρκετές χιλιάδες.
«Μα πώς; Τι είναι όλα αυτά τα χρήματα;»
«Κάναμε έρανο στην εκκλησία με δική μου προτροπή στον ιερέα της ενορίας, και η συμπαράσταση από τους συμπολίτες μας ήταν απεριόριστη. Τώρα μπορείς να γιορτάσεις τα Χριστούγεννα χωρίς άγχος!»
Η Ευανθία αγκάλιασε την Μαρίκα και αναστέναξε από χαρά, νιώθοντας ένα βάρος να την εγκαταλείπει. Ο Κωστάκης επιτέλους θα αποκτούσε το δώρο που επιθυμούσε, ένα ποδήλατο!
Η Μαρίκα στάθηκε στο δρόμο της Ευανθίας σαν φύλακας άγγελος. Γιατί υπάρχουν φύλακες άγγελοι ανάμεσα μας. Μπορείς και εσύ να γίνεις ένας από αυτούς. Μια κοινότητα ενωμένη και αγαπημένη, μπορεί να κάνει τα Χριστούγεννα υπέροχα για κάθε μέλος της!
P.S Το διήγημα είναι επίσης δημοσιευμένο στο envilio.com
STAY CONNECTED