Κι αν με ρωτούσε κανείς, τι με θλίβει περισσότερο, με πόνο ψυχής θα ομολογούσα πως είσαι εσύ.
Εσύ, που έμεινες πίσω.
Εσύ, που πόνεσες τόσο και ακόμα πονάς.
Εσύ, που γνώρισες την απώλεια πιο πολύ και από αυτόν που χάθηκε.
Το βλέμμα εκείνο που σπινθηρίζει στα αμέτρητα γιατί.
Εκείνο το βλέμμα που ουρλιάζει πόνο και σε αφοπλίζει.
Το σκασμένο πρόσωπο που μαράθηκε εν μια νυκτί.
Τι μπορεί να πει κανείς;
Δεν υπάρχουν μήτε λόγια μήτε πράξεις παρηγοριάς.
Μικρός και αβοήθητος ο άνθρωπος μπροστά στ΄ αδίκου τη σιγή.
Τι είναι η θλίψη, τολμώ να ξεστομίσω.
Μια τρύπα που έσκισε την ύπαρξή σου.
Ένα κομμάτι που σου λείπει, που με βία ξεριζώθηκε και τα οδοντωτά του άκρα παραμένουν.
Και στο σκοτάδι μέσα, ελπίζεις για το φως, που ξυπνάει της επούλωσης τον πόθο.
Ο χρόνος φίλος και εχθρός.
Κι ίσως οι γωνιές να πάψουν να σε κόβουν.
Μη έχοντας άλλη επιλογή στα μάτια τη θλίψη να κοιτάξεις.
Και να της πεις για την αγάπη που έζησες, την ομορφιά της να προτάξεις.
«Εγώ, να ξέρεις υποκλίνομαι σε σένα. Σε σένα που συνεχίζεις όταν ο κόσμος σου έχει γίνει θρύψαλα».