Αρχίσαμε να διαχωρίζουμε τις υγιείς από τις μη υγιείς σχέσεις.
Μια παρέα παιδιών, στο φεύγα της εφηβείας και εγώ μαζί, χωριστήκαμε σε δυο ομάδες και κατατάξαμε τις λέξεις που αναδεικνύουν τις σχέσεις αυτές.
Κολλήσαμε στην ζήλια.
Διαφωνήσαμε μεταξύ μας.
Άλλοι την τοποθετούσαν στις μη υγιείς σχέσεις και άλλοι στις υγιείς.
Οι μεν πρώτοι να προσπαθούν να εξηγήσουν πως η ζήλια, σε κάποιο βαθμό, δεν πειράζει και κανέναν, αντιθέτως της έδιναν θετικό πρόσημο όπως στην περίπτωση που το “ενδιαφερόμενο πρόσωπο” εκφράζει την παθιασμένη του αγάπη.
Άλλοι της έβαζαν αρνητικό πρόσημο.
Και άλλοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν.
Οι διαφωνίες εντείνονταν.
Κανένας δεν έκανε πίσω.
Οι περισσότεροι είχαμε μια άποψη, που πιθανόν να απορρέει από τις προσωπικές μας εμπειρίες.
Ως η πιο έμπειρη της παρέας ήθελα να φωνάξω “προσοχή” παιδιά, οι σκέψεις μας καθορίζουν και τις εμπειρίες μας και η ανοχή τα όρια μας.
Συγκρατήθηκα.
Θυμήθηκα την μάνα μου όταν ήμουν 16 χρονών, να με προειδοποιεί για όλα εκείνα που ως έμπειρη γνώριζε.
Δεν άκουγα ούτε εγώ τότε.
Ίσως γιατί η “έτοιμη” γνώση δεν είναι τόσο αφομοιώσιμη.
Άλλωστε η παροιμία “στερνή μου γνώση κι ας σε είχα πρώτα ” δεν είναι τυχαία.
Τα παιδιά συνέχιζαν να διαφωνούν.
Μήπως όμως καμία άποψη δεν είναι λανθασμένη;
Μήπως τελικά το πρόβλημα βρίσκεται στην λανθάνουσα χρήση της γλώσσας;
Φέραμε ένα λεξικό και αντικαταστήσαμε την λέξη ζήλια με λέξεις όπως ενδιαφέρον, φροντίδα, προστασία, έγνοια.
Σώπασαν όλοι για μια στιγμή.
Σκεφτήκαμε λίγο.
Και συμφωνήσαμε εν τέλει να δώσουμε στην λέξη ζήλια την αρνητική της έννοια, έτσι όπως της αξίζει και να κρατήσουμε τις άλλες στην συνείδηση μας με την πεποίθηση να μην δεχόμαστε τίποτα λιγότερο για τον εαυτό μας έτσι ακριβώς όπως μας αξίζει!