Εμπρός για το επόμενο, λέμε να είναι η Κύθνος. Ξεκινάμε λοιπόν, ο καιρός δεν λέει να στρώσει, τα ίδια και χειρότερα με τις προηγούμενες μέρες. Αλλάζει κι η πορεία, κάνουμε περίπλου νότια της Σίφνου και ανεβαίνουμε βόρεια-βορειοδυτικά. Θα βάλουμε τη Σέριφο δεξιά μας και θα προσπαθήσουμε να διασχίσουμε το στενό μεταξύ Σερίφου και Κύθνου έχοντας τον αέρα απέναντι μας. Έλα όμως που ο καιρός δεν είχε την ίδια άποψη και στο λεγάμενο στενό, μας έδωσε όσα δεν μας έδωσε μαζί όλες τις μέρες. Γυρίσαμε τότε νικημένοι το τιμόνι, βάλαμε πλώρη προς Σέριφο και κρυφτήκαμε στον όρμο του Μεγάλου Λιβαδιού. Ρίξαμε άγκυρα στ’ ανοιχτά και περιμέναμε ως το απόγευμα να δούμε αν θα κάτσει ο καιρός. Αφού σκοτώναμε την ώρα μας, βουτήξαμε στη θάλασσα να βγούμε στην παραλία, να νιώσουμε πάλι λίγο στεριά κάτω απ’ τα πόδια μας. Ξανά μετά για να εξερευνήσουμε τα μεταλλεία του νησιού που έχουν μείνει ερειπωμένα, δεκαετίες τώρα. Ράγες, βαγόνια και η σκάλα, απ’ όπου φορτώναν τα βαπόρια. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Και ένα μνημείο, πως εδώ το 1916 δολοφονήθηκαν εργάτες ζητώντας το οχτάωρο. Πως “δεν” αλλάζει ο κόσμος τελικά…
Νωρίς τ’ απόγευμα, δαγκώσαμε τα χείλη, ετοιμαστήκαμε και ανοιχτήκαμε ξανά στη θάλασσα. Έπρεπε να φτάσουμε στην Κύθνο μέχρι απόψε. Οι καπετάνιοι-μαέστροι φυσικά τα κατάφεραν, αντέξαμε και ‘μεις και μέχρι το ηλιοβασίλεμα μπαίναμε στο λιμάνι της Κύθνου. Τελευταίο λιμάνι της διαδρομής για το πλήρωμα, εξόν του πρώτου καπετάνιου. Αποστολή εξετελέσθη, όλοι σώοι κι αβλαβείς.
Κι αφού λοιπόν δεν μας πίεζε πια ο χρόνος, αποφασίσαμε την άλλη μέρα να γυρίσουμε όσο απ’ το νησί μπορούσαμε. Πήραμε ένα ενοικιασμένο αμάξι και πήγαμε μέχρι τα Λουτρά, να δούμε τα ιαματικά νερά, να τσουρουφλιστούμε λίγο και μετά να σβήσουμε, δίπλα στη θάλασσα. Να περάσουμε απ’ τα χαλάσματα των ανεμόμυλων που κάποτε ήταν γεμάτο το νησί, το γραφικό χωριό της Δρυοπίδας και την Χώρα της Κύθνου με τα στενά σοκάκια και τις υπέροχες ταβέρνες. Και σαν από σημάδι, την τελευταία τούτη μέρα, ένα σπουργιτάκι ήρθε στο κατάστρωμα και μας έκανε παρέα. Δεν μας φοβήθηκε, μόνο πετούσε από ώμο σε ώμο και περπατούσε πάνω στο κατάστρωμα. Σαν κατευόδιο στους ναύτες που θα ξαναγίνουν στεριανοί.
Και τότε, καθώς όλα τα ταξίδια τελειώνουν, αλλιώς δεν είναι ταξίδια, έτσι και το δικό μας. Αποχαιρετίσαμε τον καπετάνιο το επόμενο πρωί και ανεβήκαμε στο πλοίο της γραμμής. Πια δεν ήμασταν ναυτικοί μα μόνο επιβάτες. Κύθνος-Κέα-Λαύριο στο πάνω το κατάστρωμα, κουνώντας, φεύγοντας, μαντίλι στον καπετάνιο μας. Τρέχοντας να μπεις σ’ ένα ταξί, τρέχοντας στ’ αεροδρόμιο και εκατό λεπτά αργότερα είσαι πίσω από κει που ξεκίνησες πριν δέκα τόσες μέρες. Μια αλλιώτικη μορφή ταξιδιού, αρχέγονη, ράθυμη. Το ταξίδι δεν είναι ο προορισμός εδώ, το ταξίδι είναι από μόνο του προορισμός. Δεν είναι ΕΚΕΙ που θα πας είναι το ΠΑΣ μόνο του.
Ίσως τελικά να έχουν δίκιο τούτοι οι αγαπημένοι ποιητές, ο Καββαδίας και ο Καβάφης…
Αφιερωμένο στον Γιάννη, τον Κώστα και τον Γιώργο, τους φίλους και συντρόφους ενός ακόμα ταξιδιού.
«Για εξωτικά ταξίδια μου μιλάς,
Μέρη κρυφά από το χάρτη,
Μα θα ‘θελα μαζί σου να με πας,
έστω μακριά απ’ το φράκτη
Του χρόνου ίσως μοναδική γιατρειά,
ένα χρωματιστό κατάρτι,
Αυτό που κρύβεις μέσα στην καρδιά,
ποθεί να φύγεις κάποιον Μάρτη»
Ξένιος Κοφτερός 13/08/2023