Όπως είχε παρατηρήσει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο χρόνος εξαρτάται πάντα από τον παρατηρητή. Πόσο γρήγορα περνά ή πόσο αργά είναι πάντα σχετικό από το που βρίσκεσαι σε σχέση με ένα κινούμενο αντικείμενο.
Έτυχε που λέτε αγαπητοί αναγνώστες να βρεθώ σε ένα χώρο διασκέδασης χθες το βράδυ και έπαιξα λοιπόν τον ρόλο του παρατηρητή. Ο χώρος ήταν ένα παλιό αρχοντικό του 19ου αιώνα, στην καρδιά της παλιάς Λευκωσίας. Αυτά με τις τοξότες καμάρες και την εσωτερική αυλή, που πια έγινε στεγασμένη για την ορχήστρα και τα τραπεζάκια των θαμώνων. Όσοι έζησαν, μεγάλωσαν και θυμούνται αυτό το παλιό αρχοντικό πρέπει να είναι εδώ και δεκαετίες πεθαμένοι. Ξεχασμένοι σε κάποιο παλιό κοιμητήριο της πόλης. Γνωστοί και σπουδαίοι της εποχή τους, αλλά πλέον άγνωστοι νεκροί, ενθάδε κείται ο τάδε και η τάδε, έμποροι, δραγομάνοι, αρχόντοι, πλούσιοι αλλά πλέον άγνωστοι και άσημοι μπροστά στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου.
Το κοινό του χώρου ήταν νεαροί εικοσάρηδες, στην αρχή της ζωής τους. Γεμάτοι ελπίδα για το μέλλον, έρωτα για το τώρα και κέφι για το απόψε.
Στην γωνία κάπου κι εμείς, οι ερημικοί πλέον σαραντάρηδες. Πότε πέρασε ο χρόνος; Πότε μετατραπήκαμε από εικοσάρηδες σε γονείς εικοσάρηδων. Πως περάσαμε από την ελπίδα στον κυνισμό, από τον έρωτα στην υπομονή και από το κέφι στο “όλα μας βρωμάνε, όλα μας ενοχλούν”;
Πάει ο καιρός που ήμασταν εμείς οι νεότεροι μέσα σε ένα μαγαζί και δεν μας ένοιαζε τίποτα; Τότε που όλη η ζωή ήταν μπροστά μας, ο κόσμος ακόμα μπορούσε να αλλάξει, που μπορούσαμε εμείς ν’ αλλάξουμε τον κόσμο!
Ο φαλακρός μπροστά μπροστά ίσως να γίνει δικηγόρος, ο τύπος με την γενειάδα ίσως αστυνομικός, ο τύπος με τα σκουλαρίκια θα τα βγάλει και θα γίνει λογιστής; Τα τατουάζ θα καλυφθούν κάτω από μακριά μανίκια. Τα όμορφα φορέματα θα δώσουν την θέση τους στα ταγιέρακια, στις ιατρικές στολές και στην σεμνή ένδυση της δασκάλας.
Θα γίνουν πατέρες και μαμάδες, ο χρόνος τους θα αναλώνεται πια σε διαδρομές για σχολές μπαλέτου, μουσικής, αγγλικών και φροντιστηρίων. Δεν θα είναι πια ο εαυτός τους, αλλά ο γονιός των παιδιών τους. Έτσι θα τους ξέρει πια ο κόσμος: η μαμά της Ελένης, ο μπαμπάς του Μιχάλη.
Όταν πια ξεχρεώσουν το “δάνειο το γονιού” τότε θα γίνουν πια όπως εμένα τώρα. Σ’ ένα μέρος με εικοσάρηδες και θα διερωτώνται κι αυτοί: “Πως διάολο βρέθηκα εδώ, τώρα; Που πήγαν είκοσι χρόνια;”
Ακόμα και αν δεν μπεις στην διαδικασία της οικογένειας, μέχρι να σπουδάσεις, να δουλέψεις σκληρά, να κάνεις οικονομίες για ένα καλύτερο αύριο, αυτό το αύριο θα έρθει είκοσι χρόνια μετά. Κι εσύ θα γίνεις εγώ.
“Μονάχα οι τρελοί, τολμούν και σταματούν,
απορούν και αρνούνται πια να τριγυρίζουν”
Μέσα σε εκατό χρόνια όλα τα πρόσωπα της ιστορίας εδώ θα είναι πεθαμένα. Εγώ σίγουρα και εξαιρουμένου κάποιου ιατρικού θαύματος και οι σημερινοί εικοσάρηδες. Το σπίτι θα ναι εδώ μάλλον, είναι βλέπετε διατηρητέο. Κάποιοι άλλοι εικοσάρηδες και σαραντάρηδες θα είναι περνούν από δω, ίσως και να το χρησιμοποιούν ακόμα σαν χώρο διασκέδασης. Ίσως κάποιος απ’ αυτούς αναρωτηθεί, τι να έχει δει αυτό εδώ το σπίτι στα διακόσια πενήντα χρόνια του εδώ;
Ποιος να του πει ότι πέρασα κι εγώ από δω; Ότι υπήρξα; Σε ποιο κοιμητήριο θα με βρει; Ανάμνηση πια κανενός…