Ένα σμήνος πουλιά, απ’ αυτά τα ταξιδιάρικα, τ’ αποδημητικά, περνάει και πάνω απ’ την δική μου γειτονιά. Τι να βλέπει άραγε ένα πουλί εκεί ψηλά; Πόσο περίεργα του φαίνονται όλ’ αυτά;
Σπίτια κλουβιά, στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, να ξεχειλίζουν από πράγματα σε μπαλκόνια και βεράντες, σώβρακα κρεμασμένα στην σειρά να περιμένουνε τον ήλιο. Αυτοκίνητα στον δρόμο, στα γκαράζ στα πεζοδρόμια, στις διαβάσεις. Τόσα πολλά αυτοκίνητα…
Σχολεία φυλακές, με κάγκελα ψηλά, χρωματισμένα λευκά σαν νοσοκομεία, τα ξεχωρίζεις όμως απ’ τα κάγκελα. Όλα έχουν μια γωνίτσα μαύρη, εκεί που βάλαν την φωτιά. Γιατί κάποιος να θέλει να κάψει ένα σχολείο; Ίσως γιατί είναι εκεί. Ίσως γιατί μοιάζει φυλακή. Ίσως γιατί δεν του ‘μαθε κανείς ν’ αγαπάει το σχολείο. Απέτυχε λοιπόν το ίδιο το σχολείο, ας καεί λοιπόν στην πυρά της δικής του αποτυχίας.
Περνάει πάνω απ’ το γήπεδο και βλέπει τις μάζες των ανθρώπων να ουρλιάζουν, να πετάνε χρωματιστούς καπνούς ο ένας στον άλλο. Να ρίχνουν ξύλα και πέτρες ενώ στο γρασίδι κάποια ανθρωπάκια κλωτσάνε μια μπάλα. Τι περίεργο! Το θέαμα είναι στο γρασίδι ή στην κερκίδα; Δυο παράλληλες αρένες, ασυμβίβαστες, βία και κωμωδία.
Κόβουν στροφή για τον βορρά, καβαλάνε τον ζεστό αέρα να ξεκουράσουν τα φτερά. Κοιτάνε μια λωρίδα πράσινη. Άγρια φυτά και δέντρα σε μια περίεργη κυματιστή γραμμή, χωρίς νόημα, χωρίς ένα ποτάμι να δείχνει την ροή. Σε κάθε πλευρά ανθρωπάκια στα πράσινα περπατάνε, κρατώντας ένα όπλο, τ’ αναγνωρίζω αυτό, το κρατάει ο κυνηγός σαν με πυροβολεί που πετάω ψηλά. Με θέλει δικό του. Μα αυτοί δεν σημαδεύουνε εμάς εδώ ψηλά. Μόνο ο ένας τον άλλο. Τι να σημαίνει άραγε αυτή η πράσινη γραμμή, δίχως ποτάμι, δίχως φαράγγι, πως να βρέθηκε εκεί;
Κάνουν στροφή στον νότο πάλι, γύρισε ο άνεμος, θα βρουν την Αφρική! Περνούν πάνω απ’ τις πόλεις της θαλάσσης. Κοιτούν τον κόσμο με μαγιό, ν’ απλώνεται πάνω στην παραλία. Χρωματιστές ομπρέλες σε σειρά, να κρύβουνε την άμμο. Ούτε χιλιοστό να περπατήσεις. Κι όλοι κοιτάνε ένα μαύρο μαραφέτι και ποζάρουνε σ’ αυτό. Χαμογελούν σε μια οθόνη μα ποτέ στον διπλανό. Τι περίεργα πλάσματα τούτοι οι άνθρωποι. Έχουν την ικανότητα του χαμόγελου, του γέλιου μα την κρατάνε μυστικό.
Φεύγει λοιπόν το σμήνος μας και πάει σ’ άλλα μέρη. Θα θυμούνται άραγε τι είδανε όταν ξαναπεράσουν; Αν το θυμούνται μάλλον θα πάνε από αλλού, την τρέλα να ξεχάσουν.
Όλα αυτά σ’ ένα νησί, μικρό σαν μια λίμνη της Αφρικής μα τόσο γεμάτο με πράγματα περίεργα κι ανεξήγητα, ακόμα και για ένα τόσο δα πουλί, που ξέρει μόνο του, τον δρόμο του να βρίσκει…