Συγγραφέας είναι αυτός που καταθέτει κάποια πράγματα, όπως αυτός τα έχει στο μυαλό του…Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ όμως, είναι κάτι άλλο! Είναι αυτός ο οποίος υμνεί αυτό του το λειτούργημα γράφοντας ένα ώριμο και ποιητικό βιβλίο ουσίας, υπηρετώντας κυρίως την τέχνη του λόγου κι όχι την δόξα του ονόματός του.
MIA AΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΕΛΕΣΙΟΥ
«ΤΑΜΑΡΑ»
Έχουν περάσει δεκαεπτά χρόνια από την έκδοση εκείνου του αξέχαστου μυθιστορήματος του Γιάννη Μελέσιου, «Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ», (2006), που πανάξια απέσπασε και το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας του υπουργείου παιδείας και πολιτισμού. Κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι ο Γιάννης Μελέσιος έχει στεγνώσει από ιδέες και ότι περνά μια άγονη από εμπνεύσεις περίοδο, αφού το νέο του μυθιστόρημα το χωρίζει μεγάλη χρονική περίοδος από το προηγούμενο έργο του. Φυσικά, μεσολάβησε το «Αραξοβόλι των αναμνήσεων», μια συλλογή διηγημάτων και μιας νουβέλας. Εγώ που τυγχάνει να γνωρίζω καλά τις απόψεις του για την λογοτεχνία, τον σεβασμό με τον οποίο προσεγγίζει τον αναγνώστη και το βιβλίο καθώς και την τελειομανία που τον διακατέχει σας διαβεβαιώνω ότι είναι οι μοναδικοί λόγοι που ευθύνονται γι’ αυτή τη «δυστοκία», ας πούμε, στην έκδοση των έργων του.
Αυτή τη φορά μας έρχεται μ’ ένα νέο μυθιστόρημα, το «Ταμάρα». Ένα έργο πολυεπίπεδο βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα έργο. Η ιστορία είναι ερωτική αλλά το κουκούλι της υφαίνεται στον ιστό μιας ιστορικής πραγματικότητας που καταγράφεται χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος προσπαθώντας να δώσει την «καταγωγική εικόνα» μιας πολιτείας που χάθηκε χωρίς ακόμα η ιστορική έρευνα να φωτίσει τα σκοτάδια για να έρθει στο φως η αλήθεια. Κι αυτό γιατί ο υποκειμενισμός αλλά και η ενσυνείδητη διαστρέβλωση των γεγονότων για καθαρά πολιτικούς λόγους δεν βοήθησαν να διαμορφωθεί μια αντικειμενική εικόνα των πραγμάτων. Μιλώ βέβαια για τη Σοβιετική Ένωση και τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στην πτώση τόσο της ίδιας όσο και των άλλων χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.
Αλλά προς Θεού, μην φανταστείτε ότι το βιβλίο αυτό είναι πολιτικό και μάλιστα πως υπηρετεί κάποιο πολιτικό χώρο. Κάθε άλλο. Οι απόψεις που διαμορφώνουν τελικά την αλήθεια βρίσκονται στους διαλόγους, στις απόψεις των πρωταγωνιστών, στην ίδια τη ζωή αλλά πάνω απ’ όλα στην πονεμένη ερωτική ιστορία που λειτούργησε σαν φίλτρο για να συγκρατήσει στοιχεία απαραίτητα στην ανάλυση και στη σύνθεση της αλήθειας. Στα γεγονότα λοιπόν, στους ανυποψίαστους διαλόγους του απλού σοβιετικού πολίτη, στην τροπή της ιστορίας που στριμώχτηκε στη μέγγενη ιδεολογικών και πολιτικών στρεβλώσεων βρίσκεται η πραγματική αλήθεια. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που ο Γιάννης Μελέσιος προχώρησε στη συγγραφή αυτού του λογοτεχνικού έργου. Η λογοτεχνία έχει αποστολή και έργο να επιτελέσει και ο συγγραφέας μας μπορώ να πω πως βρίσκεται μπροστάρης σ’ αυτή τη σοβαρή αποστολή, τη μεστή με νόημα και περιεχόμενο.
Η γλώσσα και τα εκφραστικά μέσα του Γιάννη Μελέσιου είναι γνωστά. Ρωμαλέα γραφή με τις ψηφίδες που συνθέτουν τον λόγο του σμιλεμένες καλά από το ταλέντο που του χάρισε ο Θεός. Έχει ειπωθεί αρκετές φορές από αναλυτές του έργου του ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες και χαρακτηριστικά στην τέχνη της αφήγησής του με τον Παπαδιαμάντη, τον Ντοστογιέφσκι. Μερικοί μάλιστα τόλμησαν να τον παρομοιάσουν με τον Καζαντζάκη. Τίποτα απ’ όλα αυτά, είναι η δική μου προσωπική γνώμη. Ο Γιάννης Μελέσιος είναι ο Γιάννης Μελέσιος. Έχει τη δική του προσωπικότητα και με αυτήν πορεύεται στο δύσβατο δρόμο της λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Μελέσιος είναι διαλεκτικός, ονειροπόλος και βαθιά συναισθηματικός αλλά πάνω απ’ όλα χάριν στις δυνατές και ζωντανές περιγραφές του είναι κινηματογραφικός συγγραφέας και τα μυθιστορήματά του με τις διαδοχικές εικόνες γεμάτες με χρώμα και ήχο συνθέτουν κινηματογραφικά έργα από μόνα τους. Ο Γιάννης δεν αρκείται απλά να περιγράφει αλλά παράλληλα και να σκηνοθετεί τα έργα του. Δανείζομαι την άποψη της αείμνηστης Μόνικας Βασιλείου που είπε χαρακτηριστικά σε μια παρουσία του μυθιστορήματός του, «Κάπα»: «Όλα του τα μυθιστορήματά τα διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση. Κάθε φορά που βυθιζόμουν στα βιβλία του είχα την αίσθηση ότι πατούσα το κουμπί της τηλεόρασής μου και παρακολουθούσα μια κινηματογραφική χολιγουντιανή ταινία. Παίρνω στην τύχη ένα απόσπασμα για να πάρετε μιαν ιδέα αυτού του χαρίσματος.
«Το «Γκρούζια» με το επιβλητικό σφυροδρέπανο στην τσιμινιέρα έμπαινε νωχελικά στο λιμάνι της Οδησσού γλιστρώντας νωχελικά πάνω στα παγωμένα νερά με το πρώτο της ημέρας φως. Η κόρνα του, ένας υπόκωφος, βραχνός βρυχηθμός ανακύλησε πάνω στη ράχη της θάλασσας που εκείνη την ώρα λίκνιζε νωχελικά το κορμί της στο ανεμοτάραμα του πρωινού λεβάντε.
Μερικοί επιβάτες ανέβηκαν στο κατάστρωμα με τις τσίμπλες ακόμα στα μάτια. Ακουμπώντας τη νύστα τους στα ρέλια, χάζευαν πότε στη πρύμνη, όπου ο ήλιος ξετρύπωνε από τον κόρφο της ανατολής και πότε στην πλώρη, όπου μέσα στην πρωινή ομίχλη ξυπνούσε στάζοντας ρούσικη χλωμή ομορφιά η Οδησσός». Εικόνες αξιοθαύμαστες, τρισδιάστατες, γεμάτες ήχο, χρώμα και κίνηση βγαλμένες λες απ’ την παλέτα κάποιου ζωγράφου της αναγέννησης.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Γιάννη Μελέσιου είναι η ικανότητα να σκιαγραφεί με αξιοθαύμαστη ικανότητα τους ήρωές του. Μέσα από τους διαλόγους διαφαίνονται καθαρά όχι μόνο τα φυσικά τους χαρακτηριστικά αλλά και οι ψυχοσύνθεση και ο χαρακτήρας ενός εκάστου όσο λίγος κι αν είναι ο ρόλος που διαδραματίζει στην ιστορία. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα απόσπασμα από το «Ταμάρα» όπου οι πρωταγωνιστές είναι ναυτικοί. Τους ναυτικούς χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση. Είναι ως επί το πλείστων άνθρωποι που βρίσκουν καταφύγιο στο ναυτικό επάγγελμα για να επιβιώσουν αφού δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στην κοινωνία. Διακατέχονται από κάποιου είδους ντιλεταντισμό που τους οδηγεί στη θάλασσα και στην περιπέτεια. Διαβάζω ένα σχετικό απόσπασμα.
«-Ναι, ρε, καλά λες. Ν’ ανέβουμε απάνω να πάρουμε κάνα καραφάκι ούζο, λέω εγώ. Πετάχτηκε ο Φερτεούζας ενθουσιασμένος.
-Το βιολί του αυτός! Ούζο και ούζο και καραφάκι… στο διάολο πια! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια
με το ούζο σου! Θύμωσε το Κρητικάτζι που βαρέθηκε να τον ακούει. Ο μαστρο-Κυριάκος κατάπιε παραδόξως τη γλώσσα του.
-Ναι, αλλά οι γυναίκες εδώ; Ε, τι λες; Γυναίκες παιδί μου, γυναικάρες! Είπε νοσταλγικά ο Γιώργος.
-Μωρέ, αυτές τις μικροπουλάδες, γυναίκες τις λες; Νιάνιαρα. Τις απογαλακτίζουν κι ολοταχώς στο μπουρδέλο, παιδί μου! Έλεγε ο μηχανικός με θαυμασμό.
-Κατσικάκι του γάλακτος να πούμε. Αλλά η φτώχεια… του κερατά και τι δεν κάνει, ε; Πεινάει ο κόσμος, ρε συ, γιόμισε το Σουδάν πρόσφυγες απ’ τον πόλεμο στην Ερυθραία.
-Με την ψυχή στο στόμα περνάνε οι άνθρωποι τα σύνορα απ’ το φόβο του θανάτου και της πείνας. Ολάκαιροι συνοικισμοί χτίστηκαν στο άρπα-κόλλα, με χαρτόνια τσιγάρων και ξύλα. Τα είδες πώς είναι κτισμένα; Φτώχεια καταραμένη κι αθλιότητα.
-Πώς να μην το κάνουν για ένα κομμάτι ψωμί; Δεν είναι για να μην απορεί κανείς. Ξέρεις πόσο μας στοίχισε; Πενταροδεκάρες. Κάτσε να δεις. Για μια νυχτιά δώσαμε πέντε δολάρια στην πατρώνα, δυο σ’ αυτήν την κωλόγρια που έφερε τα σεντόνια, και κάτι στις μπίρες… Πόσο δώσαμε ρε; Ρώτησε ο μηχανικός.
-Πόσο; Δέκα… δώδεκα δολάρια; Τόσο δε δώσαμε; Ρώτησε τον Γιώργο να το επιβεβαιώσει.
-Ναι, τόσο, απάντησε εκείνος αφού σκέφτηκε λίγο.
Ο μαστρο-Κυριάκος σταυροκοπιόταν για τα απίστευτα που συνέβαιναν σ’ εκείνο τον τόπο.
-Περπατάς και οι μουλάδες καραούλι στο δρόμο να σου πουλήσουν το παιδί τους, τη γυναίκα, την αδερφή τους, συνέχισε ο μηχανικός. Τι ξεπεσμός και κατάντημα είν’ αυτό; Μπορεί οι αποικιοκράτες να φύγανε απ’ την πόρτα αλλά επέστρεψαν απ’ το παραθύρι με τις πολυεθνικές τους. Στην ουσία εξακολουθούνε να κάνουν κουμάντο και να τους κρατάνε στην απόλυτη φτώχεια. Κι όλοι μιλάνε ελληνικά. Ο μηχανικός έδωσε τη δική του εξήγηση.
-Ελληνικά της πλάκας δηλαδή, παρενέβη ο γραμματικός.
-Καλά, όσα είναι απαραίτητα για τη μπίζνα. «Έλα ρε Αντρέα», ξέρουν ότι στην Ελλάδα οι μισοί είναι Αντρέηδες, «Αυτό καλό πράμα, ρε, αυτό αντερφή μου. Ντώσε, ρε, και πάρε κουρίτσι στο παπόρι». Έτσι, στα ίσα να πούμε. Εμείς παιδιά με τον Έιτζιακ και τον Γιώργο, πήγαμε σ’ ένα τεκέ. Τραβήξαμε μια τζούρα μαύρο, πρώτο πράμα! Κάπνιζαν όλοι μαζί, αβέρτα-κουβέρτα. Απονευρωμένοι. Να κάτι μαρκούτσια σαν φουγάρα χαλυβουργικής ν’ ανεβαίνουν από ένα πύλινο δοχείο όπου καιγόταν το χασίς. Ρουφούσες και… δε σου λέω τίποτα. Το ’νιωθες το γαμημένο να φτάνει μέχρι τον πάτο σου! Μετά πήγαμε σ’ ένα μπουρδέλο αλλά καλό, ε, χτισμένο με πέτρα, απ’ την εποχή της αγγλοκρατίας, μας είπαν. Ρίχνω, που λες, ένα βλέφαρο μέσα, και τι βλέπω νομίζεις; Παιδομάζωμα, δικέ μου!
-Τι λες, ρε, στα… φασκιά δηλαδή, έξυσε το κεφάλι ο Κρητικός κοροϊδευτικά.
-Τι, δεν με πιστεύεις δηλαδή; Ντροπή μου να σας κοροϊδεύω, παιδιά. Πού ’ν’ τος ο Έιτζιακ; Ρωτήστε τον. Το μεγαλύτερο κορίτσι, σου λέω, ήτανε δεν ήτανε δεκαπέντε. Είχανε μια σειρά ξύλινα δαχτυλίδια στα ποδαράκια, βερνικωμένα απ’ τη λίγδα. Τα πηδούσες και κουδούνιζαν ρυθμικά σαν προβατάκια. Γέλασα με την καρδιά μου. Εγώ ζήτησα να πηδήξω την πατρόνα τους. Ήτανε γύρω στα τριάντα. «Όγκι», μου λέει. «Λα, λα μισιάνα, εγκώ όγκι». «Τι όγκι, μωρή Παναγιώτα, της λέω. Αυτά είναι βρέφη».
-Ακούς εκεί Παναγιώτα η αραπίνα! Και.. γιατί Παναγιώτα, ρε, πώς σου ήρθε;
-Έτσι μ’ αρέσει να λέω τις πουτάνες, ρε, σου φέρνει κάνα ζόρι;
-Όχι, ρε, μην τσαντίζεσαι, αλλά… ακούς εκεί Παναγιώτα!
-Εσύ γραμματικέ, πολύ μουλωχτός μου είσαι. Δεν πήγες για κανένα τίκι-τάγκα να βγάλεις κάνα ζουρό; Ρώτησε ο Μιχάλης κλείνοντας το μάτι στους υπόλοιπους.
-Τι τίκι-τάγκα μου λες, ρε φίλε, που μου την έκανε τη δουλειά ο Μακάκος; Είναι κι αυτό το σύνθετο, ρε γαμώτο, επανέλαβε τη γνωστή επωδό που έκανε όλους να γελάσουν με την καρδιά τους.
-Παιδιά, στην Ιαπωνία είναι διαφορετικά τα πράγματα. Έχει πιάσει ποτέ κανείς σας Ιαπωνία; Διέκοψε σκόπιμα ο μηχανικός που είδε τον γραμματικό να μαυρίζει απ’ το κακό του. Σταμάτησε κοιτάζοντάς τους ένα-ένα στα μάτια. Ύστερα συνέχισε την κουβέντα γεμάτος έπαρση αφού διαπίστωσε πως κανένας δεν είχε φθάσει εκεί που έφθασε η χάρη του.
-Είχαμε πιάσει, που λες, ένα φεγγάρι, Γιοκοχάμα. Βλέπαμε γυναίκα και το μάτι μας γαρίδα. Μόλις δέσαμε, ήρθε ο τροφοδότης. Πέσανε όλοι απάνω του. «κορίτσια, ρε, θέλουμε κορίτσια. Ο άνθρωπος, ένας κιτρινιάρης με σχιστά μάτια, γέλασε. Μας φορτώνει όλους σ’ ένα μικρό φορτιγάκι και μας πάει σ’ ένα «σπίτι». Εκεί να δεις γυναίκα. Κάτσε καλά, ε. Κάτι φατσούλες από πορσελάνι, σαν ψεύτικες σου λέω. Κι ένα μαλλί μαύρο, χοντρό, αλογότριχα. Να, ίσαμε δω έφτανε. Σηκώθηκε απάνω κι έφερε σπαθωτή την παλάμη στα μεριά του.
-Εδώ θα φάμε καλά, σκέφτηκα. Είχαμε μαζί μας και κάποιον Αργύρη θερμαστή από Αμαλιάδα μεριά. Παλιά καραβάνα στο επάγγελμα, απ’ τον καιρό του πετροκάρβουνου του ’χε μείνει το παρατσούκλι που τάιζε τις μηχανές. «Για ρώτα, ρε συ Κυριάκο, που μιλάς αγγλικά, πόσο κάνει το… τέτοιο». Μου κλείνει το μάτι και μου δείχνει μια από δαύτες. Τώρα, γιατί τη συγκεκριμένη αφού όλες ήτανε, «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», ακόμα δεν κατάλαβα. Ποια η διαφορά; «Χάου ματς», την ρωτώ. «Του χάντρετ ντόλαρ», μου απαντά εκείνη και αμολά ένα χαμόγελο που τα ματάκια της βούλιαξαν σε δυο σχισμές. Τα δικά μου όμως κόντευαν να πεταχτούν απ’ τη θέση τους, μόλις άκουσα το νούμερο. Έμεινα να κοιτάζω τον μάστρο-Αργύρη, το θερμαστή, άφωνος, μου κόπηκε η μιλιά.
-Παιδιά, θα τρελαθώ. Διακόσα δολάρια για ένα πήδημα, ρε; Χρυσό το έχουν οι πουτάνες; Ρώτησε ανατριχιάζοντας ο γραμματικός.
-Ναι, ρε. Ένα μισθό για ένα πήδημα, αναρωτήθηκα κι εγώ και μου σηκώθηκε η τρίχα. Άκου παρακάτω. «Λέγε, ρε, πόσο κάνει;». Με σκουντά ναυπόμονα ο Αργύρης. «Διακόσα δολάρια», του απαντώ. «Τι λέει, μωρέ το μουνί της! Και δεν τα τρώω λουλάκι να κλάνω έγχρωμα; Να βλέπω την κλανιά μου στον τοίχο και να την χαίρουμαι;». Ε, το τι έγινε δεν φαντάζεστε. Πέσαμε όλοι ξεροί από τα γέλια! Φύγαμε όλοι άπρακτοι, αφού η τιμή δεν βόλευε κανένα.
Γέλασαν φυσικά και οι παρευρισκόμενοι με την καρδιά τους, αφού η ιστορία ήταν πολύ ζουμερή για να συγκρατήσουν τα γέλια.
Απέφυγα σκόπιμα να αναφερθώ στο ερωτικό κομμάτι της ιστορίας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την βασική επιδίωξη του συγγραφέα να αναδείξει όλα εκείνα τα στοιχεία μέσα από τα οποία ο αναγνώστης θα μπορέσει να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα για τις αιτίες που προκάλεσαν την πτώση. Αν ο αναγνώστης δεν παρασυρθεί απ’ την γοητεία της ερωτικής σχέσης των πρωταγωνιστών και κοιτάξει προσεκτικά κάτω απ’ την απαστράπτουσα επιφάνεια της διήγησης και των διαλόγων θα βρει, είμαι σίγουρη, την αλήθεια. Το «Ταμάρα» είναι τελικά ένα μυθιστόρημα που δεν έχει σκοπό μόνο την αισθητική απόλαυση του αναγνώστη αλλά και τον προβληματισμό και το ερέθισμα για μελέτη. Σ’ αυτό συνίσταται νομίζω η αποστολή της λογοτεχνίας.
Μαρία Στυλιανού
Συγγραφέας – Εκδότρια – Αναζητήσεις