Ο Carl Olof Larsson (1853-1919) έχει μια μοναδική θέση στη Σουηδική Τέχνη. Είναι γνωστό όνομα στη Σουηδία και το έργο του διατηρεί τη δημοτικότητά του μέχρι σήμερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η τέχνη και η ζωή είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα στο έργο του που κάθε μίμηση ήταν αδύνατη (Torsten Gunnarsson, 1997). Ο κύριος λόγος της δημοτικότητάς βρίσκεται στην καθολική απήχηση των απεικονίσεων της καθημερινής και οικογενειακής του ζωής, με τη σύζυγο του Karin Bergöö Larsson την επίσης καλλιτέχνη και μούσα του, όπου μαζί απέκτησαν τον τίτλο των δημιουργών του Σουηδικού στυλ διακόσμησης. Ο Carl Larsson Θεωρείται αντιπρόσωπος του κινήματος Τεχνών και Χειροτεχνίας και η δουλειά του αποτελείται από έργα από λάδι, νερομπογιές και πολλές τοιχογραφίες.
Γεννήθηκε το 1853 στην Παλιά Πόλη της Στοκχόλμης. Οι γονείς του ήταν αγρότες και βιοτέχνες. Ο ίδιος ο Carl Lararsson αφηγήθηκε πώς ως μικρό αγόρι έμεινε συχνά κλειδωμένο στο σπίτι ενώ οι γονείς του ήταν στη δουλειά. Σε νεαρή ηλικία αναμενόταν να βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού και η πείνα ήταν σταθερός σύντροφος. Αργότερα μετακόμισε σε μια ανατολική συνοικία της Στοκχόλμης όπου φοίτησε σε ένα σχολείο που χαρακτηριζόταν από αυστηρή πειθαρχία. Το χάρισμά του για σχέδιο έγινε αντιληπτό και το 1866 στάλθηκε σε ηλικία 13 ετών στο Principle School, τμήμα της Ακαδημίας Καλών Τεχνών(Royal Swedish Academy of Arts). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Ακαδημία, ο Carl Larsson ταξίδεψε στο Παρίσι για πρώτη φορά το 1877, όπου αγωνίστηκε για την αναγνώριση του ταλέντου του.
Το 1882 ο ζωγράφος πείστηκε από τον φίλο του και καλλιτέχνη Karl Nordstrom να μετακομίσει στο χωριό Grez-sur-Loing. Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε κρίσιμη καμπή για την καριέρα του. Η ταχεία μεταμόρφωση του Carl’s Larsson από ακαδημαϊκά στούντιο ζωγραφικής με λάδια σε διακριτικό ρεαλισμό σε ακουαρέλες ήταν μοναδική στη σουηδική τέχνη. Μετά από μόλις έξι μήνες στο Γκρεζ, κατέκτησε πλήρως την τεχνική της ακουαρέλας και το 1883 έλαβε ένα μετάλλιο στο Σαλόνι του Παρισιού για τους πίνακες «October» και «November», το οποίο αγοράστηκε από έναν σημαντικό Σουηδό συλλέκτη Πόντους Φέρστενμπεργκ. Την ίδια χρονιά το γαλλικό κράτος αγόρασε το «The Pond», το οποίο βρίσκεται τώρα στο Μουσείο του Λούβρου.
Παντρεύτηκε τη συνάδελφό του, Karin Bergöö, το 1883 και απέκτησαν μαζί 8 παιδιά , όπου απεικονίστηκαν πολλές φορές στους πίνακές του με ακουαρέλα. Στο μεταξύ η φήμη του Carl μεγάλωνε και μεταξύ άλλων κατάφερε να γίνει περιζήτητος σαν εικονογράφος βιβλίων. Το 1888 η οικογένεια Λάρσον απέκτησε από τον πεθερό του ζωγράφου ένα σπίτι στο χωριό Σάντμπορν βόρεια της Στοκχόλμης και μετακόμισε εκεί. Εκεί ο ζωγράφος αφιερώθηκε στην εικονογράφηση καθημερινών σκηνών με πρωταγωνιστές την οικογένειά του, το σπίτι του και το χωριό.
Η σύζυγος του Karin σπούδασε χειροτεχνία στη Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Τεχνών το 1887. Οι γυναίκες μπορούσαν να εκπαιδεύονται για να γίνουν καλλιτέχνες, αλλά η γυναικεία τέχνη συνήθως θεωρείτο απλώς ένα χόμπι, που έπρεπε να εγκαταλειφθεί όταν μια γυναίκα παντρεύονταν. Αυτό ίσχυε για την Karin και εγκατέλειψε την επαγγελματική τέχνη για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Ωστόσο, δεν σταμάτησε να είναι δημιουργική και η οικιακή ζωή έγινε το μέσο έκφρασης της. Το σπίτι της έγινε ο καμβάς της. Το πινέλο της αντικαταστάθηκε από βελόνα και κλωστή. Η παλέτα του ζωγράφου της έγινε μάλλινες κλωστές και μετάξια. Δημιούργησε ένα σπίτι για την οικογένειά της, τόσο γεμάτο χαρά, χαρακτήρα και σχέδιο που μπορούμε ακόμα να μάθουμε από σήμερα. Αρνούμενη να ακολουθήσει τη σύμβαση, η Karin χρησιμοποίησε μοτίβα εμπνευσμένα από τις σουηδικές παραδόσεις λαϊκής τέχνης. Πήρε επίσης έμπνευση από το κίνημα των τεχνών και της χειροτεχνίας στη Μεγάλη Βρετανία, ακόμη και από τη γοητεία του 19ου αιώνα με τον Japonisme, όταν άρχισαν να γίνονται διαθέσιμα για εξαγωγή στην Ευρώπη τα ιαπωνικά prints ukiyo-e. Οι χαρούμενοι εσωτερικοί χώροι και τα παιδιά της Karin έγιναν σύντομα τα αγαπημένα θέματα του Carl για τους πίνακές του και είχαν μεγάλη επιρροή στη δουλειά του βάζοντάς τον στον πειρασμό να απομακρυνθεί από τα σκούρα λάδια σε πιο διαφωτιστικές και γεμάτες φως ακουαρέλες. Το 1884, έστρεψε την τέχνη της στη διακόσμηση του σπιτιού, ειδικά στην ύφανση και το κέντημα. Σχεδίασε επίσης έπιπλα και ρούχα δικά της και των παιδιών της. Η πιο δημιουργική της περίοδος ήταν μεταξύ 1900 και 1910. Δες έργα της Karin Larsson:
Το 1884 ο Carl Larsson γνώρισε τον φίλο του Pontus Furstenberg στο Παρίσι, έναν πλούσιο έμπορο του Γκέτεμποργκ, ο οποίος αγόρασε πολλά έργα του για την ιδιωτική του γκαλερί. Την ίδια χρονιά ο προσφέρθηκε ως μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών στη Στοκχόλμη, τιμή που αρνήθηκε επειδή η ακαδημία του αρνήθηκε υποτροφία στο παρελθόν. Ήταν μέλος των «Opponents», μιας ομάδας νεαρών Σουηδών καλλιτεχνών στο Παρίσι που δήλωναν υποστηρικτές του ρεαλισμού και εναντιώθηκαν στην Ακαδημία. Το κίνημα της αντιπολίτευσης ξεκίνησε στα τέλη του 1884 και ο νέος γαλλικής έμπνευσης πίνακας έκανε την πρώτη του ανακάλυψη στη Στοκχόλμη τον επόμενο χρόνο με τις εκθέσεις ”From the Banks of the Seine” και ”The Opponent’s Exhibition”, με τον Larsson να δραστηριοποιείται ως μέρος στην οργάνωση.
Το 1888-1889 ο καλλιτέχνης έκανε μια σημαντική ανακάλυψη στον τομέα της μνημειακής ζωγραφικής. Κατά τη δεκαετία του 1890 η ζωγραφική του έγινε γενικά πιο στυλιζαρισμένη, μοιάζοντας με τη διακοσμητική ποιότητα της γραμμής που ανέπτυξε για τη μνημειακή ζωγραφική. Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1890, ο Larsson ανέπτυξε όλο και περισσότερο την ποιότητα της γραμμής του, η οποία από πολλές απόψεις θα γινόταν το διακριτικό χαρακτηριστικό του. Αυτό είχε κυρίως τη μορφή ενίσχυσης των περιγραμμάτων των ακουαρέλες σε μαύρο χρώμα, όπως στο ‘‘On Christmas-day morning’’ (1895).
Επηρεάστηκε ευρέως από την ιαπωνική τέχνη και αυτό αναφέρεται κυρίως στο πρώτο του βιβλίο «de mina» (Οι αγαπημένοι μου), όπου δήλωσε «ως καλλιτέχνης η Ιαπωνία είναι η πατρίδα μου».
Το 1896 έφτασε στο απόγειο της καλλιτεχνικής του καριέρας με τις τοιχογραφίες του στο Εθνικό Μουσείο. Οι πολυάριθμες απεικονίσεις του για το σπίτι και την οικογένειά του έχουν γίνει σύμβολο ‘‘σιγουριάς’’ με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί ένα μεγάλο κοινό. Μια σειρά βιβλίων που απεικονίζουν σκηνές από την καθημερινή ζωή, ξεκινώντας με το βιβλίο Ett Hem (A home,1899) μεταμόρφωσε την οικογένειά του σε δημόσια πρόσωπα και δημιούργησε ένα συλλογικό όνειρο οικογενειακής ευτυχίας και καλής ζωής. Έγινε γνωστός στην Ευρώπη και κυρίως στην Γερμανία.
Την τελευταία περίοδο της ζωής του Carls μετακόμισε στo σπίτι του γνωστό ως «Lilla Hyttnas» το 1901 όπου πέθανε το 1919. Το σπίτι αυτού του πολύχρωμου ζευγαριού καλλιτεχνών είναι ίσως το πιο διάσημο σπίτι της Σουηδίας και έχει γίνει σύμβολο του σουηδικού εσωτερικού σχεδιασμού. Απαθανατισμένο στους πίνακες με ακουαρέλα του Carl Larsson, το ελαφρύ, πολύχρωμο στυλ του καλλιτεχνικού ζευγαριού είχε μια εμβληματική επίδραση στη σουηδική εσωτερική διακόσμηση από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το Lilla Hyttnäs, που βρίσκεται στο ειδυλλιακό χωριό Sundborn, είναι ανοιχτό όλο το χρόνο για τους επισκέπτες.
Ο Carl Larsson ήταν ένας αλάνθαστος εικονογράφος του χαρακτήρα, ικανός να συλλάβει την προσωπικότητα του θέματος μέσα από την εξαιρετικά πρωτότυπη προσέγγισή του στην επίσημη στυλιζαρίσματος και συχνά σε συνθέσεις γεμάτες ένταση (Torsten Gunnarsson, 1997).
Δες περισσότερα έργα του καλλιτέχνη πιο κάτω:
Πηγή: Carl and Karin Larsson: Creators of the Swedish style edited by Michael Snodin and Elisabet Stavenow-Hidemark (1997) V&A Publications