“…Που να σε ταξιδέψω,
Γυαλιά και λαμαρίνες,
Γεμίσανε τα χρόνια,
Με εκτελεσμένους μήνες…”
Κώστα Τριπολίτη «Αγάπη»
Αυτή η συγκλονιστική, απλή, μα τόσο περιεκτική παραδοχή: γεμίσανε τα χρόνια (μας) με εκτελεσμένους μήνες. Μήνες και μέρες που αφήσαμε να περάσουν χωρίς να κάνουμε τίποτα. Τίποτα που να έχει σημασία, τίποτα που να εμπλουτίζει την ζωή μας, εμάς τους ίδιους. Κλειδωμένοι σε μια ρουτίνα κυκλική.
Μήνες που περάσαμε περιμένοντας τον επόμενο μισθό, τις επόμενες αγορές μας, τις διακοπές μας, τα πράγματα που ίσως να κάναμε αν είχαμε χρόνο, αν είχαμε χρήμα. Τις στιγμές που φωνάξαμε στα παιδιά μας να κάνουν όλα αυτά που “πρέπει” να κάνουν, αντί να τα πάρουμε αγκαλιά και να παίξουμε. Που αρνηθήκαμε ένα ποτό με φίλους γιατί αύριο έχει δουλειά. Τα χόμπι που δεν είχαν θέση στην ζωή μας πια, δεν υπήρχαν ώρες μετά τις δουλειές μας. Όλες εκείνες τις φορές που δεν καρπωθήκαμε την μέρα, αλλά η μέρα καρπώθηκε εμάς. Τους εκτελέσαμε στυγνά (τους μήνες) δηλαδή και σιγά σιγά τα χρόνια μας γεμίσανε με δαύτους. Θεριστικές μηχανές κι εμείς, μέσα στον θόρυβο της πόλης. Θερίζουμε τα όνειρα μας, όχι για κάποιο σπουδαίο ιδανικό αλλά για ένα ιδανικό μετά. Ένα μετά που μάλλον δεν θα έρθει ποτέ. Ένα μετά που ακόμα κι αν έρθει θα είναι πια αργά.
Που να σε ταξιδέψω αγάπη μου, γύρω μας γυαλιά και λαμαρίνες, όλο περιμένω κάποιο αύριο που θα μας βγάλει απ’ την ρουτίνα, κάποιο αύριο που θα είναι καλύτερο, όχι αυτό το αύριο, κάποιο άλλο που ίσως κάποτε να ‘ρθει…
Αυτή είναι η μαγεία της ποίησης και κατ’ επέκταση της στιχουργικής: Ένας στίχος που πυροβολεί απευθείας στην καρδιά σου, χωρίς περιττά στολίδια, τόσο όσο να νιώσεις στο βάθος της ψυχής σου αυτό που θέλει να σου πει (και ενίοτε αυτό που θέλεις εσύ να καταλάβεις, όχι κατ’ ανάγκην αυτό που εννοεί ο στιχουργός).