Ζούνε ανάμεσα μας άνθρωποι που υποφέρουν. Υποφέρουν από υπερβολική ευαισθησία. Νοιάζονται τόσο πολύ για τους άλλους που φοβούνται να τους πλησιάσουν, φοβούνται να δεθούν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Μη κακό και ο άλλος χαθεί και τους πληγώσει, μη κακό και χαθούν εκείνοι και πληγωθεί ο άλλος. Και μένουν μόνοι…
«Δεν σχετιζόμαστε γιατί θα πληγωθούμε, θα πεθάνει ο άλλος και θα πληγωθούμε εμείς, θα πεθάνουμε εμείς και θα πληγωθεί ο άλλος, θα μας κοροϊδέψουν, θα τους κοροϊδέψουμε.» λένε και κουβαριάζονται στον καναπέ, κάτω από μια χοντρή ζεστή κουβέρτα.
Ζουν την ζωή τους νιώθοντας το ένοχο βάρος της απώλειας του Άλλου και στην απόλυτη μοναξιά του Εγώ.
Ακόμα κι αν γίνεις ο Μικρός Πρίγκηπας στην δική τους αλεπού, αυτοί παραμένουν επιφυλακτικοί και ντροπαλοί στην δική σου δοτικότητα. Χρειάζεται χρόνο και προσπάθεια αυτή η σχέση να φτιαχτεί κάπως, όπως όπως. Μα πάντα είναι έτοιμοι να χαθούν, σαν την αλεπού μετά από έναν δυνατό κρότο, μια απότομη κίνηση. Πάντα η σχέση έχει ένα ίσως, ένα αλλά, μια αφορμή που θα τους πείσει ότι είχαν δίκαιο να φοβούνται τις σχέσεις, τους άλλους, τα πάντα.
Μένουν στα ίδια τετριμμένα της καθημερινότητας τους, στις άδειες καλημέρες της δουλειάς, στις καληνύχτες που λένε μόνοι πια στον εαυτό τους. Σε μια ύπαρξη κενή, ρουτινιασμένη, όχι γιατί την αγαπούν, αλλά γιατί πονάνε. Πονάνε να αγαπηθούν και προτιμούν να πονάνε μόνοι, έναν πόνο γνώριμο παλιό, παρά έναν καινούριο, άγνωστο και επίφοβο.
Κρύβονται πίσω από πόρτες, πίσω από γραφεία, ακόμα και πίσω από τον καπνό του τσιγάρου τους, πνιγμένοι μες τον φόβο της αλλαγής και του θανάτου.
Ενός λεπτού σιγή λοιπόν, για τους ανθρώπους αυτούς που πέθαναν μόνοι, κάτω από μια χοντρή, ζεστή κουβέρτα.
Έναν θάνατο αγνό και απλό. Θάνατο από υπερβολική ευαισθησία.